Σάββατο 26 Αυγούστου 2017

Ο Τζων επέστρεψε

   Ένας χρόνος και κάτι, γεμάτος τσιγάρα και μπόλικο καπνό. Ο καπνός, άλλωστε, δεν πληγώνει, δίνει μονάχα μια γλυκιά μυρωδιά στα πεταμένα σου πουκάμισα, μια μυρωδιά που διαρκεί λίγο παραπάνω από εκείνα τα χάδια που πέταξαν τα πουκάμισά σου χάμω. Χαμένος τόσο καιρό στον καπνό, στις μυρωδιές, στην ανάγνωση στο σκοτάδι, στις ανάσες σε ξένα κορμιά. Δε με αναγνώριζα πια, δανειζόμουν νέα χείλη και στήθη ν' αναπνέω, προκαλούσα οργασμούς κι έκλεβα αναπνοές. Ξέρεις, εκεί που στην κορύφωση οι αναπνοές βαθαίνουν, δάγκωνα τα χείλη τους -ναι, ήταν πολλές- τα δάγκωνα τόσο δυνατά ώστε να είμαι η μοναδική σωτηρία τους και μόνο όταν ήταν έτοιμες να αναστενάξουν από την ηδονή τις ελευθέρωνα. Δεν τις άφηνα να με ερωτευτούν. Μα πώς να ερωτευτείς ένα σώμα;
   Προσπαθούσα ακόμη να ξεχάσω εκείνον το Σεπτέμβρη. Εκείνο το μεσημέρι στη θάλασσα που μου ζήτησες να ορκιστώ πως θα προσπαθήσουμε. Σφράγισες τον όρκο με τα χείλη σου, αλλά μάλλον ξεχνάς, ξεχνάς πως εγώ ήμουν διατεθειμένος να πάρω το ρίσκο, το ρίσκο να σε βάλω στη ζωή μου και να την καταστρέψεις. Φοβήθηκες, το ξέρω, φοβήθηκες. Το είδα στα μάτια σου, έτρεμες, πίστευες πως η δική μου σάπια ζωή θα σάπιζε και τη δική σου. Μα τα ξερά φύλλα του φθινοπώρου δεν είναι αυτά που θα θρέψουν τα πανέμορφα ανοιξιάτικα μπουμπούκια; Γαμώτο, ήσουν πολύ ρεαλίστρια ή μάλλον εγώ ήμουν πολύ ρομαντικός. Θυμάμαι, σ' ερωτεύτηκα με δυο σου λέξεις: "Ξέρω, πονάς". Εκείνο το βράδυ που ήμουν πεπεισμένος πως δεν είμαι τίποτα και με έκανες να αισθανθώ πως μου αξίζουν τα πάντα. Σε ήθελα, σε ποθούσα, σε σκεφτόμουν. Με ξέχασες. Η λήθη, όμως, είναι για τους αδύνατους.
   Αλλά γύρισα. Δε χάθηκα στα σχέδια του καπνού. Δε μυρίζω πια αλκοόλ, μήτε ξένη σάρκα. Ξέρω ν' ανασαίνω χωρίς βοήθεια. Έχω μάθει να χρησιμοποιώ τα χείλη μου όχι για φιλιά αλλά για ν' αρθρώνω λέξεις, εκείνες που θα σε κάνουν να μείνεις κοντά μου. 
   Σε θέλω. Σε διεκδικώ. Τόσο απλό. Ο Τζων επέστρεψε!

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

Τζων, θες ένα τσιγάρο;

Γυρνάς σπίτι λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Πάλι μόνος.

Τα κάτι λιγότερο από σαράντα τετραγωνικά, που άλλοτε σου φάνταζαν στενόχωρα, σου τονίζουν για άλλο ένα βράδυ Τετάρτης τη μοναξιά σου.

Γεμίζεις χωρίς δεύτερη σκέψη το ποτήρι με ουίσκι. Ρίχνεις δύο παγάκια. Το κρασί τελείωσε προχθές. Δε θυμάσαι;

Πλέον λατρεύεις το αλκοόλ. Κάτι σαν ο έρωτας που δε γνώρισες χθες ή την προηγούμενη εβδομάδα ή το περασμένο μήνα, καθώς περπατούσες στην Τσιμισκή ή στη Νέα Παραλία.

Το ξέρεις ότι θα ήθελες κι ένα τσιγάρο, μπορεί και δύο. Το οινόπνευμα, άλλωστε, απαιτεί κατανάλωση πλούσιων ποσοτήτων και ένα πλουσιοπάροχο μπάτζετ, για να στολίσεις μετά από μερικές νύχτες αϋπνίας άδεια πλέον μπουκάλια δίπλα σε κρυστάλλινα ποτήρια.

Καταλήγεις στο μπαλκόνι, ημίγυμνος, τυλιγμένος στο σκοτάδι, με ένα ποτήρι στο χέρι και χωρίς τσιγάρο.

Δεν ξεχνάς να ανάψεις και μερικά αρωματικά κεράκια, όχι μόνο για την ψευδαίσθηση της ρομαντικής ατμόσφαιρας και της λανθάνουσας συντροφιάς, αλλά και για να διακρίνεις στο έρεβος πού άφησες το ποτήρι σου.

Εύχεσαι για λίγο καλό περιστασιακό σεξ.

Μήπως όμως η σαρκική ηδονή δεν είναι αυτό ακριβώς που σου λείπει; Ναι, μάλλον, μετά από το σεξ θα ήθελες κι ένα τσιγάρο. Ξέρεις τι λένε.

Βέβαια, μπορεί να επιθυμούσες κάτι παραπάνω.

Ίσως, ένα ζευγάρι γυναικεία χέρια κάτω από τα σεντόνια: ένα να χαϊδεύει τον πούτσο σου -τώρα πρέπει ήδη να έχεις τελειώσει το δεύτερο ποτήρι ουίσκι- μετά από τρεις γύρους άγριου σεξ και ένα να σου κρατάει σφιχτά το χέρι μέχρι το επόμενο πρωινό.

Και ίσως εκείνα τα γυναικεία δάχτυλα, που έμειναν δίπλα σου παραπάνω από μία βραδιά έντονης σεξουαλικής γυμναστικής, θελήσουν να μείνουν κοντά σου για λίγο ακόμη.

Αρχίζεις να σκέφτεσαι πως δε θες λίγο καλό περιστασιακό σεξ. Δεν μπορείς να αρκεστείς σ' αυτό. Θες να ξυπνάς με ένα φιλί.

Ψάχνεις, ρε μαλάκα, να βρεις εκείνη που θα της πεις: "Μη φύγεις, γαμώτο! Σ' έχω ερωτευτεί!"

Πιθανώς, όμως, να ήθελες μονάχα ένα τσιγάρο...

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

Τζων, ερωτεύτηκες!

   Το αεροπλάνο είχε φτάσει εδώ και δύο ώρες. Δεν ήσουν στους επιβάτες. Μάταια περίμενα να διακρίνω το χαμόγελό σου ανάμεσα στα βιαστικά πρόσωπα που με μία βαλίτσα στο χέρι πάσχιζαν να φύγουν από το αεροδρόμιο, να γυρίσουν στη θαλπωρή του διαμερίσματός τους, ίσως και να βρεθούν σε μια αγκαλιά. Μόνο η δική σου, Τζων, θα έμενε άδεια!
   Ποια ήταν άραγε η τελευταία φορά που είχες κλείσει κάποιο άτομο στην αγκαλιά σου; Αλλά, Τζων, μη δώσεις βιαστική απάντηση. Μιλάμε για αληθινή αγκαλιά, όχι για κίβδηλες εκδηλώσεις στοργής μετά από ένα ερωτικό ξέσπασμα μόνο και μόνο για να διευκολύνεις τον ύπνο με το άγνωστο αντικείμενο λαγνείας που αποκοιμήθηκε πλάι σου με νανούρισμα τα παθιασμένα σου φιλιά. Αληθινή αγκαλιά, που ηλεκτρίζει το ιδρωμένο σου κορμί, κάνει τις ρώγες σου να τσιτώνουν με το πρώτο άγγιγμα, σε καυλώνει δίχως να γευτείς χείλη.
   Κούμπωσα το παλτό μου και μπήκα γρήγορα στο αυτοκίνητο. Μου άρεσε να οδηγώ όταν αισθανόμουν μόνος. Τζων, έχεις τάσεις φυγής; Νομίζω πως ναι. Μα γιατί; Δε σε ευχαριστεί που είσαι ποθητός, που μοιράζεις κομμάτια του κορμιού σου τόσο γενναιόδωρα, που τα φιλιά σου φουντώνουν τις φλόγες και κάνουν τα στόματα να ανοίγουν ηδονικά;
   Ακόμα το θυμάμαι να το λες: "Τζων, είσαι μαλάκας! Δεν μπορείς ν' αγαπήσεις, γι' αυτό δε θα μπορέσεις ποτέ ν' αγαπηθείς όπως ποθείς. Είσαι ένα σώμα που δε θα καταφέρει ν' ανήκει ποτέ πουθενά." Και τότε ένιωσα τόσο μόνος. Κατάλαβα πως σε ήθελα, εσένα που με έκανες να καταλάβω πόσο ανεύθυνα προκαλούσα οργασμό σε τόσα κορμιά τα τελευταία χρόνια. Ναι, εσένα, που τόλμησες να με πεις μαλάκα!
   Ναι, ήμουν τόσο μαλάκας που δεν εκτίμησα τα αισθήματά σου. Και τώρα ήμουν ακόμα περισσότερο που πίστεψα πως θα έρθεις να με δεις. Ε βέβαια, γιατί να θες να δεις έναν μαλάκα; Αλλά, μου είχες λείψει. Πέθαινα να σ' αγγίξω ξανά, να σε σφίξω στην τόσο φθηνή αγκαλιά μου. Να είμαι δικός σου, και αυτή τη φορά αποκλειστικά δικός σου!
   Το καλοκαίρι είχε τελειώσει. Ο κόσμος στην πόλη πλήθαινε. Κανείς δε με περίμενε στο σπίτι. Θα οδηγούσα μέχρι να βρεθώ σε κάποια ερημική παραλία. Να ξαπλώσω με το ακριβό μου πουκάμισο στην άμμο, να βγάλω τα σκαρπίνια μου για να αισθανθώ τη δροσιά του φθινοπώρου, να κλείσω τα μάτια, αφουγκραζόμενος τα κύματα και τους γλάρους.
   Τα κύματα μου έγλειφαν τις πατούσες, μούσκευαν τα μπατζάκια μου. Ξάφνου, όμως, ένιωσα τα χείλη κι όχι τα πόδια μου υγρά. Δεν πρόλαβα ν' ανοίξω τα μάτια. Γεύτηκα ένα λαίμαργο φιλί και άκουσα να μου ψιθυρίζεις:
"Τζων, ερωτεύτηκες!"
   

Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2015

Καλή σου χρονιά, Τζων!

   Με πήρε τηλέφωνο λίγα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα: "Καλή σου χρονιά μωρό μου! Εύχομαι με το νέο έτος να βρεθώ γρήγορα στην αγκαλιά σου. Μου λείπεις. Σ' αγαπάω!". Ψέλλισα "Χαρούμενο το νέο έτος και σε σένα.", και πάτησα γρήγορα το κόκκινο κουμπί τερματισμού κλήσης, πριν η φωνή της αρχίσει να ασκεί τη σαγήνη της πάνω μου. Είχαμε να μιλήσουμε περίπου τρεις μήνες. Την απέφευγα. Άλλωστε, είχα διαγράψει τον αριθμό της, αλλά τα τακτικά της μηνύματα υπέρμετρου ενδιαφέροντος με είχαν υποχρεώσει αναπόφευκτα να απομνημονεύσω τα δέκα αυτά καταραμένα ψηφία. 
   Δεν ξέρω πως αποφάσισα να της μιλήσω ξανά. Μάλλον θα έφταιγε το πνεύμα των γιορτών: Λίγο παραπάνω κόκκινο κρασί και μία άνευ προηγουμένου ευδαιμονία μέσα σε ένα κλίμα προσποιητής αλληλοσυγχώρεσης και αμοιβαίας ανιδιοτέλειας. Συγχαρητήρια, Τζων, έχεις κερδίσει μία βελούδινη θέση στον παράδεισο! Γιατί, παρόλο που είσαι ένας ψυχρός εγωπαθής, κατά τη διάρκεια της περιόδου των Χριστουγέννων κατάφερες να ξεπεράσεις τον εγωισμό σου και να σκορπίσεις μπόλικη αγάπη...
   Ναι, είχα μοιράσει τόση αγάπη και τόσα χαμόγελα τις τελευταίες μέρες που αποφάσισα να αλλάξω χρόνο μόνος μου. Να κρατήσω λίγη στοργή για το βασανισμένο κορμί μου, που τόσες ψυχές φίλησαν και άγγιξαν με πάθος στο σκοτάδι. Τζων, το σώμα σου έχει την ευωδιά των ανθρώπων, μια δυσωδία νικοτίνης τυλιγμένη στο σάβανο της ματαιοδοξίας. Όσο και να πλύνεις τη σάρκα σου, το άρωμα θα παραμένει εκεί, παρόν, να σου υπενθυμίζει τις νύχτες σαδισμού, που άλλοτε σου πρόσφεραν απίστευτη απόλαυση. Γι' αυτό, Τζων, κάλυψε τα χθεσινά σου αμαρτήματα με καινούργια, πιο ευφάνταστα και τολμηρά, ικανά να αφήνουν σημάδια όχι μόνο στην ψυχή αλλά και στο χωμάτινο σώμα σου.
   Επιτέλους, μπορώ να γευτώ λίγες στιγμές προσωπικής χαλάρωσης, μακριά από το εχθρικό περιβάλλον των μεγαλοεπιχειρηματιών και την ασφυκτική πίεση των ρομαντικών σχέσεων, χωρίς να ανησυχώ για το αυριανό πρωινό ξύπνημα ή μήπως ξεχάσω το όνομά της. Πρέπει να το παραδεχτώ πως κάτι τέτοιες στιγμές που οι περισσότεροι αναλώνονται στο να φοράνε μάσκες και ακριβά κουστούμια, μοιράζοντας πλαστικά φιλιά και ξύλινες χειραψίες, η μοναξιά είναι το ελιξήριό μου: Η καρδιά μου μπορεί να χτυπά στο δικό της ατίθασο ρυθμό, ενώ τα μάτια μου μπορούν αδιάκριτα να εξερευνούν κάθε πρόστυχη λεπτομέρεια των φαντασιώσεων, που πνίγονται στις χρυσές φλόγες στο τζάκι. Τζων, πιες λίγο ακόμη, να χαλαρώσει το χαλινάρι της αυτοσυγκράτησης, που σε κρατάει δέσμιο σε λευκά πουκάμισα και πολύχρωμες ακριβές γραβάτες.
   Μάλλον, ήρθε η ώρα να κοιμηθώ. Δε θέλω να δω το ξημέρωμα. Προτιμώ να χαθώ στην αγκαλιά της νύχτας - η μόνη γυναίκα που θα μ' αγαπάει παντοτινά. Ξεκουμπώνω το πουκάμισο και το πετάω στη φωτιά. Θα αγοράσω ένα ακριβότερο. Βαδίζω γυμνός μες στο σκοτάδι, στο ίδιο σκοτάδι που δυο λεπτά αργότερα εμφανίζονται τυλιγμένα στα πουπουλένια παπλώματα τα πράσινα μάτια σου.
   "Είχα κρατήσει τα κλειδιά του σπιτιού σου. Μάλλον, ήθελα να βρεθώ όσο το δυνατόν συντομότερα στην αγκαλιά σου. Μου έλειψαν τα χείλη σου. Καλή σου χρονιά, Τζων!"

Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Πατρικό Πρότυπο

   Φυσούσε δυνατά εκείνο το πρωινό. Τα κλαδιά της λεύκας χτυπούσαν επίμονα το παράθυρο της Ζέτας. Εκείνη σηκώθηκε και άνοιξε το παράθυρο, πασχίζοντας να αναπνεύσει λίγο δροσερό αγέρα και προσπαθώντας να στεγνώσει τα δακρυσμένα κεχριμπαρένια μάτια της. Δεν μπορούσε ακόμη να πιστέψει πως δε θα γευόταν ξανά την εκρηκτική γεύση των χειλιών του Πέτρου. Πριν δυο μέρες μπορούσε να αποκοιμηθεί γαλήνια με νανούρισμα τα ψιθυριστά "σ' αγαπώ", συνοδευόμενα από τον άτακτο χορό των δακτύλων του σε όλο της το κορμί. Και τώρα, προκειμένου να κρατηθεί από την ψευδαίσθηση της αιθέριας παρουσίας του, αρκούταν στο άγγιγμα του ματωμένου έντελβαϊς, που κοσμούσε το προηγούμενο βράδυ σαν λευκό στέμμα το επιβλητικό κενό ανάμεσα στα ψυχρά του χείλη.
   Έπλυνε το πρόσωπό της, ντύθηκε βιαστικά και μπήκε στο αυτοκίνητο. Θα πήγαινε μετά από δύο ολόκληρα χρόνια στο πατρικό της. Είχε άλλωστε ανάγκη από μερικά χρήματα, ώστε η κηδεία του Πέτρου να είναι τόσο πλουσιοπάροχη όσο τα αισθήματά του προς αυτήν. Δύο χρόνια δεν είχε ακούσει τη φωνή του πατέρα της, παρά μόνο φρόντιζε να πληροφορηθεί από τις εφημερίδες για την προϊούσα πορεία της εταιρείας του. Άλλωστε, κάθε φορά που μιλούσε μαζί του το μόνο που κατάφερνε ήταν να ξεσπάει σε λυγμούς, λερώνοντας τα μάτια της με αλμυρά δάκρυα και θεωρώντας τον εαυτό της το μοναδικό υπαίτιο για το θάνατο της μητέρας της.
   Έφτασε στην έπαυλη. Πάρκαρε το αμάξι της δίπλα στη μαύρη γυαλιστερή λιμουζίνα. Πριν προλάβει να χτυπήσει την πόρτα, κάποιος της άνοιξε. Ήταν αυτός. Ο πατέρας της, με το μόνιμο βλέμμα περιφρόνησης και αυστηρότητας, φορώντας μονάχα μία μεταξωτή κόκκινη ρόμπα και κρατώντας ένα ποτήρι ακριβού ουίσκι χωρίς πάγο. "Ήξερα πως θα έρθεις...", ψέλλισε και της έκανε νεύμα να βολευτεί σε κάποια από τις βελούδινες πολυθρόνες του ευρύχωρου σαλονιού.
   Πριν καν προλάβει η Ζέτα να μιλήσει, ο Αλέξανδρος έβγαλε από την τσέπη της ρόμπας του το τσεκ των επιταγών και το επιχρυσωμένο πανάκριβο στυλό του και την ρώτησε σχεδόν θυμωμένος: "Πόσα θες για να θάψεις αξιοπρεπώς τον αποτυχημένο αγαπητικό σου και να με απαλλάξεις για ακόμη δύο χρόνια από την ενοχλητική παρουσία σου;". Εκείνη δεν άντεξε τις προσβολές του, σηκώθηκε εκνευρισμένη από την πολυθρόνα, πέταξε μακριά την τσάντα της, χτύπησε με πυγμή το χέρι της στο γραφείο του και του φώναξε κλαίγοντας: 

- Αυτή τη φορά πίστευα πως θα με αγκάλιαζες σαν πατέρας και θα με άφηνες να κοιμηθώ στην αγκαλιά σου, αλλά μάλλον ξέχασα πως αγαπάς περισσότερο τα καράβια σου. Αυτά είναι σημαντικότερα από την κόρη σου, το μοναδικό καρπό αγάπης σου με τη μητέρα μου. Αλλά ναι, εσύ προτιμάς να αγαπάς φαντάσματα του παρελθόντος και παλιές φωτογραφίες παρά ανθρώπους με σάρκα και οστά που θα μπορούσαν να σε αγαπήσουν ακόμη κι αν δεν τους αγάπησες ποτέ εσύ.
- Δεν έχεις το δικαίωμα να μιλάς γι' αυτήν. Εσύ την σκότωσες. Εσύ φταις που δε βγήκε ποτέ από το μαιευτήριο. Πήρες μια ζωή για να κάνεις τη δική σου γεμάτη στα λούσα, στα αρώματα και σε αποτυχημένους άντρες σαν τον Πέτρο.
   Μόλις άκουσε το όνομα του Πέτρου, τον χαστούκισε τόσο δυνατά που του έπεσε το ποτήρι με το ουίσκι από το χέρι. Ο Αλέξανδρος την έπιασε με το ένα του χέρι απειλητικά από το λαιμό, σφίγγοντάς την ασφυκτικά και λέγοντας αποφασιστικά:

- Πώς μπορούσα να σ' αγαπήσω, αφού όσο μεγάλωνες της έμοιαζες περισσότερο; Σε κοιτούσα και το μόνο που έβλεπα ήταν τα κεχριμπαρένια μάτια που ερωτεύτηκα πριν τριάντα δύο χρόνια. Δε σε μίσησα ποτέ, Ζέτα. Απλώς δεν μπορούσα να το διαχειριστώ όλο αυτό.
   Και τότε,  την φίλησε στα χείλη, χαλαρώνοντας τον κλοιό γύρω από το νεανικό λαιμό της. Εκείνη τον έσπρωξε και έφυγε τρέχοντας, φωνάζοντας:
- Είσαι ψεύτης! Είσαι ένα κτήνος! Δε θέλω τα λεφτά σου.
    Ο Αλέξανδρος ψέλλισε: "Χαστουκίζεις σαν τη μάνα σου!", και χάθηκε στους πηχτούς καπνούς ενός πούρου βανίλια, καθώς η πόρτα της έπαυλης έκλεινε εκκωφαντικά και η Ζέτα έφευγε για άλλη μια φορά μακριά του.

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

Εισπνοή - Εκπνοή

   Πήρε τρεις βαθιές ανάσες: Εισπνοή πρώτη - η πρώτη απόπειρα να συνέλθει από το απρόσμενο φιλί του Ορέστη. Εκπνοή πρώτη - μια μάταια προσπάθεια να ξεχάσει τη γεύση των χειλιών του. Εισπνοή δεύτερη συνοδευόμενη από την απορία αν ο Ορέστης θα κατάφερνε να γυρίσει σώος στο διαμέρισμά του με μόνη πληγή τα παθιασμένα σημάδια των νυχιών της. Εκπνοή δεύτερη με τα μάτια κλειστά και το αριστερό χέρι της να χαϊδεύει το στήθος της με τον ίδιο αισθησιασμό που θα βύθιζε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του Ορέστη πριν γραπωθεί με ερωτική μανία στην πλάτη του υπό την καθοδήγηση μερικών επιπλέον κρυστάλλινων ποτηριών σαμπάνιας. Εισπνοή τρίτη - η συνείδηση χαμένη ακόμα στις ψευδαισθήσεις που υψώνονται σαν τις φλόγες στο τζάκι, που νυσταγμένες εξακολουθούσαν να αγκαλιάζουν υποτονικά το αρωματικό ξύλο, το χέρι ασυναίσθητα κατεβαίνει χαμηλά, τα δόντια δαγκώνουν τα σαρκώδη της χείλη. Τελευταία εκπνοή - αρκετά εκκωφαντική για να ωθήσει το άνοιγμα των κεχριμπαρένιων ματιών της και να απωθήσει σχεδόν μηχανικά το ατίθασο χέρι σ' ένα ποτήρι κόκκινου κρασιού. Ρούφηξε μονομιάς το πορφυρό περιεχόμενο και πέταξε με δύναμη το γυάλινο σκεύος στο τζάκι. Οι πληγές του καιόμενου κέδρου από τα διάφανα αιχμηρά θραύσματα επουλώθηκαν ταχύτατα από τον αέναο χορό της φωτιάς, που όσο έπεφτε πιο πηχτό το σκοτάδι προσέδιδε μία σπινθηροβόλο αίγλη στις ίριδες των οφθαλμών της.
   Έπρεπε να ξεχάσει το φιλί του Ορέστη. Ήταν μία στιγμή αδυναμίας. Όταν η πραγματικότητά σου βυθίζεται, αναζητείς απεγνωσμένα κάποια σανίδα σωτηρίας ή προτιμάς να βυθιστείς κι εσύ καταπνίγοντας τις αμαρτίες και αφήνοντας αναπόφευκτα να αναδυθούν από τον πυθμένα της ψυχής σου μύχιες επιθυμίες και λανθάνοντα συναισθήματα. Άλλωστε, ο Πέτρος την περίμενε. Μεθαύριο πετούσε για Λονδίνο και ήθελε να την αποχαιρετήσει δεόντως. Έσβησε τη φωτιά και κλείδωσε τις αμφιβολίες της στην αίθουσα συνεδριών.
   Πίστεψε πως δεκαεπτά λεπτά οδήγησης ήταν αρκετά να ταξινομήσει τις άναρχες σκέψεις της και να προετοιμαστεί για το αποχαιρετιστήριο δείπνο, αλλά στο βρεγμένο δρόμο καθρεφτίζονταν τα μάτια του Ορέστη. Και καθώς η φωνή της Adele στοίχειωνε το αμφιταλαντευόμενο είναι της, δυο δάκρυα κύλησαν αυθόρμητα και φώναξε: "Γιατί, Ορέστη, με φίλησες;"
   Είκοσι τρία λεπτά αργότερα η Ζέτα στεκόταν έξω από την πόρτα του διαμερίσματος ψάχνοντας τα κλειδιά της. Άνοιξε την πόρτα κι ανέμενε να ακούσει τη φωνή του Πέτρου, ένα "αγάπη μου", ένα φιλί στο λαιμό, μία αγκαλιά, οτιδήποτε για να ξεχάσει το φιλί του Ορέστη. Απόλυτη σιωπή... Μία νότα λεβάντας κάλυπτε την ατμόσφαιρα και ένας διάδρομος από λευκά ροδοπέταλα και αναμμένα κεράκια οδηγούσε στο μπάνιο. Της ξέφυγε ένα πονηρό χαμόγελο και αφού φρόντισε ολάκερη η σάρκα της να εκτίθεται στην παραπλανητική μυρωδιά και την τρεμάμενη θαλπωρή των κεριών, ακολούθησε τον παραμυθένιο διάδρομο φορώντας μονάχα τις γόβες της.
   Ο Πέτρος είχε σχεδιάσει μάλλον αυτό το ερωτικό παιχνίδι με ένα πέπλο μυστηρίου, ώστε τα αισθήματα να κορυφώνονται σαν ίσκιοι στο σκοτάδι και το φως να μην είναι αρκετό να φωτίσει τις λεπτομέρειες μιας δεύτερης εξομολόγησης αγάπης παρά μόνο αν πέσει άφθονο. Έτσι, κι η Ζέτα θέλησε να παρατηρήσει τον καμβά που με τόση φροντίδα ο αγαπημένος της είχε ετοιμάζει, φωτίζοντας το μπάνιο.
   Το δεξί τακούνι της έσπασε. Σωριάστηκε στο ψυχρό πάτωμα. Προσπάθησε να μην ουρλιάξει. Πήρε μια βαθιά ανάσα, επιδιώκοντας να δαμάσει τη φρίκη της. Εισπνοή: Το χέρι του Πέτρου κρεμόταν άψυχο έξω από την μπανιέρα, στα δάχτυλά του ήταν ακόμα μπλεγμένο το κρασοπότηρο, το κόκκινο περιεχόμενό του είχε χυθεί στο πάτωμα, όπου ήταν σκορπισμένα γαλάζια, κίτρινα και λευκά χάπια. Εκπνοή: Ένα ματωμένο δάκρυ - πλέον στεγνό - ξεκινούσε από τη σχισμή του αριστερού ματιού του και κατέληγε στα χείλη του, βάφοντας δύο πέταλα από το λευκό έντελβαϊς που ήταν ευλαβικά τοποθετημένο στο στόμα του, ενώ στο λαιμό του με ανεξίτηλη μελάνη είχε χαράξει καλλιγραφικά: "Ζέτα μου, συγγνώμη..."
   Κατάφερε να σηκωθεί. Τον πλησίασε. Του έκλεισε τα μάτια. Τον φίλησε στο μέτωπο και δακρυσμένη του ψιθύρισε στ' αυτί:
- Καληνύχτα, Πέτρο!

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Συνεδρία #1

-Κάθισε...
   Και κάθισα στη μαύρη πολυθρόνα δίπλα στο αναμμένο τζάκι, γοητευμένος από τις φλόγες που χόρευαν αισθησιακά καθώς έγλειφαν τα αποξηραμένα κλαδιά του κέδρου. Θα μπορούσα να καθίσω στη γκρίζα καρέκλα δίπλα στο γραφείο της, αλλά δεν ήθελα να χάνομαι με κάθε της λέξη στα κεχριμπαρένια μάτια της. Καλύτερα να κοιτούσα τη φωτιά, που έπαιρνε την ίδια απόχρωση με τα μάτια της, όσο γέμιζε γλυκά την ατμόσφαιρα με την ευωδιά του αρωματικού ξύλου. Μπορεί, βέβαια, να ήταν και το άρωμά της.
-Ξέρω ότι διανύεις μια δύσκολη περίοδο της ζωής σου, αλλά εγώ είμαι εδώ για να σε βοηθήσω. Μάλλον, θα πιστεύεις ότι στα μάτια μου δεν είσαι τίποτε παραπάνω παρά ένα αντικείμενο διερεύνησης ανθρώπινων ψυχολογικών διαταραχών και μία πηγή για να φουσκώσω το δερμάτινο πορτοφόλι μου. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Ελπίζω, πάντως, η συνεργασία μας να καρποφορήσει, ώστε να ωφεληθούμε αμφότεροι. Νομίζω, αν δεν έχεις πρόβλημα μπορούμε να ξεκινήσουμε. Γι' αυτό, λοιπόν, Ορέστη, κλείσε τα μάτια, χαλάρωσε και άσε τη φωνή μου να σε οδηγήσει...

   Η σιωπή μου δεν αποτελούσε τίποτε παρά μία ένδειξη συγκατάβασης στο κάλεσμα της αποπλάνησης της βασανισμένης μου ψυχής. Υπάκουσα μαγεμένος, έκλεισα τα κόκκινα από την αϋπνία και τα δάκρυα μάτια μου και χάθηκα στους γυναικείους ψιθύρους.
-Θα ακούσεις τρεις λέξεις φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους. Προσπάθησε να σχηματίσεις μία ολοκληρωμένη εικόνα στο μυαλό σου και να μου την περιγράψεις, ενόσω θα κρατάς τα μάτια σου κλειστά και το μόνο που θα ακούγεται στο δωμάτιο θα είναι οι ανάσες μας και οι αναστεναγμοί του καιόμενου κέδρου.
   Επακολούθησαν τέσσερα δευτερόλεπτα απόλυτης σιωπής και μετά σαν τρεις σταγόνες κόκκινου κρασιού που έπεσαν άτακτα από ένα ιδρωμένο μπουκάλι σ' ένα λευκό μεταξένιο μαντήλι, στο δωμάτιο ακούστηκαν τρεις βόμβοι: Νερό - Λευκό - Αγάπη.

  [...]

   Βρέθηκα ανεξήγητα στο ευρύχωρο μπάνιο του διαμερίσματός μου. Η μπανιέρα ήταν γεμάτη ζεστό νερό που άχνιζε και ευωδίαζε κανέλα και λεβάντα. Επέπλεαν κόκκινα κεράκια που τρεμόπαιζαν κι ένα λευκό έντελβαϊς. Στο πάτωμα κειτόταν τσαλακωμένο το λευκό μου πουκάμισο και λίγο πιο πέρα τα μαύρα σου εσώρουχα - αυτά που φορούσες την τελευταία φορά που κάναμε έρωτα. Ήσουν στη ντουζιέρα, άκουγα το νερό να κυλάει και να πέφτει με ορμή στο κορμί σου. Βαριανάσαινες, διέκρινα την αχνή φιγούρα σου να χαϊδεύει ηδονικά το υγρό σου σώμα, βόγκηξες. Δεν ήσουν μόνη. Πλησίασα στο θολό τζάμι. Ακούμπησα την παλάμη μου στο γυαλί και ξαφνικά το βογκητό μετατράπηκε σε κραυγή. Το πρόσωπό σου χτύπησε με ορμή στο θερμό γυάλινο τοίχο, πλάι στην παλάμη μου, και το χέρι σου, δραπετεύοντας από τη χαραμάδα της γυάλινης πόρτας, γρατζούνισε επιπόλαια το γυμνό μου μπράτσο.
   Γύρισα έντρομος το κεφάλι μου. Ο καθρέφτης ήταν γεμάτος πιτσιλιές λαμπερού κόκκινου πηχτού αίματος που κυλούσαν αργά αντίθετα στη δύναμη της βαρύτητας, αναμιγνυόμενες με τις σταγόνες των υδρατμών, προσπαθώντας μάταια να καλύψουν τη στιλπνότητα δύο κεχριμπαρένιων χαντρών. Ανοιγόκλεισα δύο φορές τα μάτια. Λίγο πριν όλα χαθούν στο χρυσό σκοτάδι, κατάφερα να διακρίνω έναν καινούργιο μωβ λεκέ στο γιακά του λευκού πουκαμίσου και τη μπανιέρα άδεια με το λευκό έντελβαϊς μαραμένο στη μέση να ρουφάει τους λεκέδες ενός βάναυσου φόνου. Η αγάπη είχε χαθεί...

[...]


   Σηκώθηκα ορμητικά σαν αγρίμι από την πολυθρόνα. Κατευθύνθηκα αμίλητος προς την πόρτα, δίχως να κοιτάξω τη Ζέτα. Με ακολούθησε βιαστικά. Λίγο πριν περάσω το κατώφλι, μου άδραξε κτητικά και με πάθος το ιδρωμένο μου δεξί χέρι, ρωτώντας με απεγνωσμένα τι έπαθα. Έσφιξα  χωρίς δεύτερη σκέψη τα λεπτά της δάχτυλα, την έσφιξα στην αγκαλιά μου, τη φίλησα κι, όταν δεν μπορούσα να πάρω πια ανάσα, την ελευθέρωσα από τα μπράτσα μου και έφυγα. Έπαθλο: τρεις γρατσουνιές στο δεξί μου χέρι, καθώς προσπαθούσε με μανία να με κρατήσει στο ιατρείο της, φωνάζοντας: 
-Ορέστη μου, πού πας; Δεν μπορείς να οδηγήσεις σ' αυτήν την κατάσταση...
   Άραγε ποια αγάπη είχε χαθεί;