Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Συνεδρία #1

-Κάθισε...
   Και κάθισα στη μαύρη πολυθρόνα δίπλα στο αναμμένο τζάκι, γοητευμένος από τις φλόγες που χόρευαν αισθησιακά καθώς έγλειφαν τα αποξηραμένα κλαδιά του κέδρου. Θα μπορούσα να καθίσω στη γκρίζα καρέκλα δίπλα στο γραφείο της, αλλά δεν ήθελα να χάνομαι με κάθε της λέξη στα κεχριμπαρένια μάτια της. Καλύτερα να κοιτούσα τη φωτιά, που έπαιρνε την ίδια απόχρωση με τα μάτια της, όσο γέμιζε γλυκά την ατμόσφαιρα με την ευωδιά του αρωματικού ξύλου. Μπορεί, βέβαια, να ήταν και το άρωμά της.
-Ξέρω ότι διανύεις μια δύσκολη περίοδο της ζωής σου, αλλά εγώ είμαι εδώ για να σε βοηθήσω. Μάλλον, θα πιστεύεις ότι στα μάτια μου δεν είσαι τίποτε παραπάνω παρά ένα αντικείμενο διερεύνησης ανθρώπινων ψυχολογικών διαταραχών και μία πηγή για να φουσκώσω το δερμάτινο πορτοφόλι μου. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Ελπίζω, πάντως, η συνεργασία μας να καρποφορήσει, ώστε να ωφεληθούμε αμφότεροι. Νομίζω, αν δεν έχεις πρόβλημα μπορούμε να ξεκινήσουμε. Γι' αυτό, λοιπόν, Ορέστη, κλείσε τα μάτια, χαλάρωσε και άσε τη φωνή μου να σε οδηγήσει...

   Η σιωπή μου δεν αποτελούσε τίποτε παρά μία ένδειξη συγκατάβασης στο κάλεσμα της αποπλάνησης της βασανισμένης μου ψυχής. Υπάκουσα μαγεμένος, έκλεισα τα κόκκινα από την αϋπνία και τα δάκρυα μάτια μου και χάθηκα στους γυναικείους ψιθύρους.
-Θα ακούσεις τρεις λέξεις φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους. Προσπάθησε να σχηματίσεις μία ολοκληρωμένη εικόνα στο μυαλό σου και να μου την περιγράψεις, ενόσω θα κρατάς τα μάτια σου κλειστά και το μόνο που θα ακούγεται στο δωμάτιο θα είναι οι ανάσες μας και οι αναστεναγμοί του καιόμενου κέδρου.
   Επακολούθησαν τέσσερα δευτερόλεπτα απόλυτης σιωπής και μετά σαν τρεις σταγόνες κόκκινου κρασιού που έπεσαν άτακτα από ένα ιδρωμένο μπουκάλι σ' ένα λευκό μεταξένιο μαντήλι, στο δωμάτιο ακούστηκαν τρεις βόμβοι: Νερό - Λευκό - Αγάπη.

  [...]

   Βρέθηκα ανεξήγητα στο ευρύχωρο μπάνιο του διαμερίσματός μου. Η μπανιέρα ήταν γεμάτη ζεστό νερό που άχνιζε και ευωδίαζε κανέλα και λεβάντα. Επέπλεαν κόκκινα κεράκια που τρεμόπαιζαν κι ένα λευκό έντελβαϊς. Στο πάτωμα κειτόταν τσαλακωμένο το λευκό μου πουκάμισο και λίγο πιο πέρα τα μαύρα σου εσώρουχα - αυτά που φορούσες την τελευταία φορά που κάναμε έρωτα. Ήσουν στη ντουζιέρα, άκουγα το νερό να κυλάει και να πέφτει με ορμή στο κορμί σου. Βαριανάσαινες, διέκρινα την αχνή φιγούρα σου να χαϊδεύει ηδονικά το υγρό σου σώμα, βόγκηξες. Δεν ήσουν μόνη. Πλησίασα στο θολό τζάμι. Ακούμπησα την παλάμη μου στο γυαλί και ξαφνικά το βογκητό μετατράπηκε σε κραυγή. Το πρόσωπό σου χτύπησε με ορμή στο θερμό γυάλινο τοίχο, πλάι στην παλάμη μου, και το χέρι σου, δραπετεύοντας από τη χαραμάδα της γυάλινης πόρτας, γρατζούνισε επιπόλαια το γυμνό μου μπράτσο.
   Γύρισα έντρομος το κεφάλι μου. Ο καθρέφτης ήταν γεμάτος πιτσιλιές λαμπερού κόκκινου πηχτού αίματος που κυλούσαν αργά αντίθετα στη δύναμη της βαρύτητας, αναμιγνυόμενες με τις σταγόνες των υδρατμών, προσπαθώντας μάταια να καλύψουν τη στιλπνότητα δύο κεχριμπαρένιων χαντρών. Ανοιγόκλεισα δύο φορές τα μάτια. Λίγο πριν όλα χαθούν στο χρυσό σκοτάδι, κατάφερα να διακρίνω έναν καινούργιο μωβ λεκέ στο γιακά του λευκού πουκαμίσου και τη μπανιέρα άδεια με το λευκό έντελβαϊς μαραμένο στη μέση να ρουφάει τους λεκέδες ενός βάναυσου φόνου. Η αγάπη είχε χαθεί...

[...]


   Σηκώθηκα ορμητικά σαν αγρίμι από την πολυθρόνα. Κατευθύνθηκα αμίλητος προς την πόρτα, δίχως να κοιτάξω τη Ζέτα. Με ακολούθησε βιαστικά. Λίγο πριν περάσω το κατώφλι, μου άδραξε κτητικά και με πάθος το ιδρωμένο μου δεξί χέρι, ρωτώντας με απεγνωσμένα τι έπαθα. Έσφιξα  χωρίς δεύτερη σκέψη τα λεπτά της δάχτυλα, την έσφιξα στην αγκαλιά μου, τη φίλησα κι, όταν δεν μπορούσα να πάρω πια ανάσα, την ελευθέρωσα από τα μπράτσα μου και έφυγα. Έπαθλο: τρεις γρατσουνιές στο δεξί μου χέρι, καθώς προσπαθούσε με μανία να με κρατήσει στο ιατρείο της, φωνάζοντας: 
-Ορέστη μου, πού πας; Δεν μπορείς να οδηγήσεις σ' αυτήν την κατάσταση...
   Άραγε ποια αγάπη είχε χαθεί;