Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Πατρικό Πρότυπο

   Φυσούσε δυνατά εκείνο το πρωινό. Τα κλαδιά της λεύκας χτυπούσαν επίμονα το παράθυρο της Ζέτας. Εκείνη σηκώθηκε και άνοιξε το παράθυρο, πασχίζοντας να αναπνεύσει λίγο δροσερό αγέρα και προσπαθώντας να στεγνώσει τα δακρυσμένα κεχριμπαρένια μάτια της. Δεν μπορούσε ακόμη να πιστέψει πως δε θα γευόταν ξανά την εκρηκτική γεύση των χειλιών του Πέτρου. Πριν δυο μέρες μπορούσε να αποκοιμηθεί γαλήνια με νανούρισμα τα ψιθυριστά "σ' αγαπώ", συνοδευόμενα από τον άτακτο χορό των δακτύλων του σε όλο της το κορμί. Και τώρα, προκειμένου να κρατηθεί από την ψευδαίσθηση της αιθέριας παρουσίας του, αρκούταν στο άγγιγμα του ματωμένου έντελβαϊς, που κοσμούσε το προηγούμενο βράδυ σαν λευκό στέμμα το επιβλητικό κενό ανάμεσα στα ψυχρά του χείλη.
   Έπλυνε το πρόσωπό της, ντύθηκε βιαστικά και μπήκε στο αυτοκίνητο. Θα πήγαινε μετά από δύο ολόκληρα χρόνια στο πατρικό της. Είχε άλλωστε ανάγκη από μερικά χρήματα, ώστε η κηδεία του Πέτρου να είναι τόσο πλουσιοπάροχη όσο τα αισθήματά του προς αυτήν. Δύο χρόνια δεν είχε ακούσει τη φωνή του πατέρα της, παρά μόνο φρόντιζε να πληροφορηθεί από τις εφημερίδες για την προϊούσα πορεία της εταιρείας του. Άλλωστε, κάθε φορά που μιλούσε μαζί του το μόνο που κατάφερνε ήταν να ξεσπάει σε λυγμούς, λερώνοντας τα μάτια της με αλμυρά δάκρυα και θεωρώντας τον εαυτό της το μοναδικό υπαίτιο για το θάνατο της μητέρας της.
   Έφτασε στην έπαυλη. Πάρκαρε το αμάξι της δίπλα στη μαύρη γυαλιστερή λιμουζίνα. Πριν προλάβει να χτυπήσει την πόρτα, κάποιος της άνοιξε. Ήταν αυτός. Ο πατέρας της, με το μόνιμο βλέμμα περιφρόνησης και αυστηρότητας, φορώντας μονάχα μία μεταξωτή κόκκινη ρόμπα και κρατώντας ένα ποτήρι ακριβού ουίσκι χωρίς πάγο. "Ήξερα πως θα έρθεις...", ψέλλισε και της έκανε νεύμα να βολευτεί σε κάποια από τις βελούδινες πολυθρόνες του ευρύχωρου σαλονιού.
   Πριν καν προλάβει η Ζέτα να μιλήσει, ο Αλέξανδρος έβγαλε από την τσέπη της ρόμπας του το τσεκ των επιταγών και το επιχρυσωμένο πανάκριβο στυλό του και την ρώτησε σχεδόν θυμωμένος: "Πόσα θες για να θάψεις αξιοπρεπώς τον αποτυχημένο αγαπητικό σου και να με απαλλάξεις για ακόμη δύο χρόνια από την ενοχλητική παρουσία σου;". Εκείνη δεν άντεξε τις προσβολές του, σηκώθηκε εκνευρισμένη από την πολυθρόνα, πέταξε μακριά την τσάντα της, χτύπησε με πυγμή το χέρι της στο γραφείο του και του φώναξε κλαίγοντας: 

- Αυτή τη φορά πίστευα πως θα με αγκάλιαζες σαν πατέρας και θα με άφηνες να κοιμηθώ στην αγκαλιά σου, αλλά μάλλον ξέχασα πως αγαπάς περισσότερο τα καράβια σου. Αυτά είναι σημαντικότερα από την κόρη σου, το μοναδικό καρπό αγάπης σου με τη μητέρα μου. Αλλά ναι, εσύ προτιμάς να αγαπάς φαντάσματα του παρελθόντος και παλιές φωτογραφίες παρά ανθρώπους με σάρκα και οστά που θα μπορούσαν να σε αγαπήσουν ακόμη κι αν δεν τους αγάπησες ποτέ εσύ.
- Δεν έχεις το δικαίωμα να μιλάς γι' αυτήν. Εσύ την σκότωσες. Εσύ φταις που δε βγήκε ποτέ από το μαιευτήριο. Πήρες μια ζωή για να κάνεις τη δική σου γεμάτη στα λούσα, στα αρώματα και σε αποτυχημένους άντρες σαν τον Πέτρο.
   Μόλις άκουσε το όνομα του Πέτρου, τον χαστούκισε τόσο δυνατά που του έπεσε το ποτήρι με το ουίσκι από το χέρι. Ο Αλέξανδρος την έπιασε με το ένα του χέρι απειλητικά από το λαιμό, σφίγγοντάς την ασφυκτικά και λέγοντας αποφασιστικά:

- Πώς μπορούσα να σ' αγαπήσω, αφού όσο μεγάλωνες της έμοιαζες περισσότερο; Σε κοιτούσα και το μόνο που έβλεπα ήταν τα κεχριμπαρένια μάτια που ερωτεύτηκα πριν τριάντα δύο χρόνια. Δε σε μίσησα ποτέ, Ζέτα. Απλώς δεν μπορούσα να το διαχειριστώ όλο αυτό.
   Και τότε,  την φίλησε στα χείλη, χαλαρώνοντας τον κλοιό γύρω από το νεανικό λαιμό της. Εκείνη τον έσπρωξε και έφυγε τρέχοντας, φωνάζοντας:
- Είσαι ψεύτης! Είσαι ένα κτήνος! Δε θέλω τα λεφτά σου.
    Ο Αλέξανδρος ψέλλισε: "Χαστουκίζεις σαν τη μάνα σου!", και χάθηκε στους πηχτούς καπνούς ενός πούρου βανίλια, καθώς η πόρτα της έπαυλης έκλεινε εκκωφαντικά και η Ζέτα έφευγε για άλλη μια φορά μακριά του.

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

Εισπνοή - Εκπνοή

   Πήρε τρεις βαθιές ανάσες: Εισπνοή πρώτη - η πρώτη απόπειρα να συνέλθει από το απρόσμενο φιλί του Ορέστη. Εκπνοή πρώτη - μια μάταια προσπάθεια να ξεχάσει τη γεύση των χειλιών του. Εισπνοή δεύτερη συνοδευόμενη από την απορία αν ο Ορέστης θα κατάφερνε να γυρίσει σώος στο διαμέρισμά του με μόνη πληγή τα παθιασμένα σημάδια των νυχιών της. Εκπνοή δεύτερη με τα μάτια κλειστά και το αριστερό χέρι της να χαϊδεύει το στήθος της με τον ίδιο αισθησιασμό που θα βύθιζε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του Ορέστη πριν γραπωθεί με ερωτική μανία στην πλάτη του υπό την καθοδήγηση μερικών επιπλέον κρυστάλλινων ποτηριών σαμπάνιας. Εισπνοή τρίτη - η συνείδηση χαμένη ακόμα στις ψευδαισθήσεις που υψώνονται σαν τις φλόγες στο τζάκι, που νυσταγμένες εξακολουθούσαν να αγκαλιάζουν υποτονικά το αρωματικό ξύλο, το χέρι ασυναίσθητα κατεβαίνει χαμηλά, τα δόντια δαγκώνουν τα σαρκώδη της χείλη. Τελευταία εκπνοή - αρκετά εκκωφαντική για να ωθήσει το άνοιγμα των κεχριμπαρένιων ματιών της και να απωθήσει σχεδόν μηχανικά το ατίθασο χέρι σ' ένα ποτήρι κόκκινου κρασιού. Ρούφηξε μονομιάς το πορφυρό περιεχόμενο και πέταξε με δύναμη το γυάλινο σκεύος στο τζάκι. Οι πληγές του καιόμενου κέδρου από τα διάφανα αιχμηρά θραύσματα επουλώθηκαν ταχύτατα από τον αέναο χορό της φωτιάς, που όσο έπεφτε πιο πηχτό το σκοτάδι προσέδιδε μία σπινθηροβόλο αίγλη στις ίριδες των οφθαλμών της.
   Έπρεπε να ξεχάσει το φιλί του Ορέστη. Ήταν μία στιγμή αδυναμίας. Όταν η πραγματικότητά σου βυθίζεται, αναζητείς απεγνωσμένα κάποια σανίδα σωτηρίας ή προτιμάς να βυθιστείς κι εσύ καταπνίγοντας τις αμαρτίες και αφήνοντας αναπόφευκτα να αναδυθούν από τον πυθμένα της ψυχής σου μύχιες επιθυμίες και λανθάνοντα συναισθήματα. Άλλωστε, ο Πέτρος την περίμενε. Μεθαύριο πετούσε για Λονδίνο και ήθελε να την αποχαιρετήσει δεόντως. Έσβησε τη φωτιά και κλείδωσε τις αμφιβολίες της στην αίθουσα συνεδριών.
   Πίστεψε πως δεκαεπτά λεπτά οδήγησης ήταν αρκετά να ταξινομήσει τις άναρχες σκέψεις της και να προετοιμαστεί για το αποχαιρετιστήριο δείπνο, αλλά στο βρεγμένο δρόμο καθρεφτίζονταν τα μάτια του Ορέστη. Και καθώς η φωνή της Adele στοίχειωνε το αμφιταλαντευόμενο είναι της, δυο δάκρυα κύλησαν αυθόρμητα και φώναξε: "Γιατί, Ορέστη, με φίλησες;"
   Είκοσι τρία λεπτά αργότερα η Ζέτα στεκόταν έξω από την πόρτα του διαμερίσματος ψάχνοντας τα κλειδιά της. Άνοιξε την πόρτα κι ανέμενε να ακούσει τη φωνή του Πέτρου, ένα "αγάπη μου", ένα φιλί στο λαιμό, μία αγκαλιά, οτιδήποτε για να ξεχάσει το φιλί του Ορέστη. Απόλυτη σιωπή... Μία νότα λεβάντας κάλυπτε την ατμόσφαιρα και ένας διάδρομος από λευκά ροδοπέταλα και αναμμένα κεράκια οδηγούσε στο μπάνιο. Της ξέφυγε ένα πονηρό χαμόγελο και αφού φρόντισε ολάκερη η σάρκα της να εκτίθεται στην παραπλανητική μυρωδιά και την τρεμάμενη θαλπωρή των κεριών, ακολούθησε τον παραμυθένιο διάδρομο φορώντας μονάχα τις γόβες της.
   Ο Πέτρος είχε σχεδιάσει μάλλον αυτό το ερωτικό παιχνίδι με ένα πέπλο μυστηρίου, ώστε τα αισθήματα να κορυφώνονται σαν ίσκιοι στο σκοτάδι και το φως να μην είναι αρκετό να φωτίσει τις λεπτομέρειες μιας δεύτερης εξομολόγησης αγάπης παρά μόνο αν πέσει άφθονο. Έτσι, κι η Ζέτα θέλησε να παρατηρήσει τον καμβά που με τόση φροντίδα ο αγαπημένος της είχε ετοιμάζει, φωτίζοντας το μπάνιο.
   Το δεξί τακούνι της έσπασε. Σωριάστηκε στο ψυχρό πάτωμα. Προσπάθησε να μην ουρλιάξει. Πήρε μια βαθιά ανάσα, επιδιώκοντας να δαμάσει τη φρίκη της. Εισπνοή: Το χέρι του Πέτρου κρεμόταν άψυχο έξω από την μπανιέρα, στα δάχτυλά του ήταν ακόμα μπλεγμένο το κρασοπότηρο, το κόκκινο περιεχόμενό του είχε χυθεί στο πάτωμα, όπου ήταν σκορπισμένα γαλάζια, κίτρινα και λευκά χάπια. Εκπνοή: Ένα ματωμένο δάκρυ - πλέον στεγνό - ξεκινούσε από τη σχισμή του αριστερού ματιού του και κατέληγε στα χείλη του, βάφοντας δύο πέταλα από το λευκό έντελβαϊς που ήταν ευλαβικά τοποθετημένο στο στόμα του, ενώ στο λαιμό του με ανεξίτηλη μελάνη είχε χαράξει καλλιγραφικά: "Ζέτα μου, συγγνώμη..."
   Κατάφερε να σηκωθεί. Τον πλησίασε. Του έκλεισε τα μάτια. Τον φίλησε στο μέτωπο και δακρυσμένη του ψιθύρισε στ' αυτί:
- Καληνύχτα, Πέτρο!

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Συνεδρία #1

-Κάθισε...
   Και κάθισα στη μαύρη πολυθρόνα δίπλα στο αναμμένο τζάκι, γοητευμένος από τις φλόγες που χόρευαν αισθησιακά καθώς έγλειφαν τα αποξηραμένα κλαδιά του κέδρου. Θα μπορούσα να καθίσω στη γκρίζα καρέκλα δίπλα στο γραφείο της, αλλά δεν ήθελα να χάνομαι με κάθε της λέξη στα κεχριμπαρένια μάτια της. Καλύτερα να κοιτούσα τη φωτιά, που έπαιρνε την ίδια απόχρωση με τα μάτια της, όσο γέμιζε γλυκά την ατμόσφαιρα με την ευωδιά του αρωματικού ξύλου. Μπορεί, βέβαια, να ήταν και το άρωμά της.
-Ξέρω ότι διανύεις μια δύσκολη περίοδο της ζωής σου, αλλά εγώ είμαι εδώ για να σε βοηθήσω. Μάλλον, θα πιστεύεις ότι στα μάτια μου δεν είσαι τίποτε παραπάνω παρά ένα αντικείμενο διερεύνησης ανθρώπινων ψυχολογικών διαταραχών και μία πηγή για να φουσκώσω το δερμάτινο πορτοφόλι μου. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Ελπίζω, πάντως, η συνεργασία μας να καρποφορήσει, ώστε να ωφεληθούμε αμφότεροι. Νομίζω, αν δεν έχεις πρόβλημα μπορούμε να ξεκινήσουμε. Γι' αυτό, λοιπόν, Ορέστη, κλείσε τα μάτια, χαλάρωσε και άσε τη φωνή μου να σε οδηγήσει...

   Η σιωπή μου δεν αποτελούσε τίποτε παρά μία ένδειξη συγκατάβασης στο κάλεσμα της αποπλάνησης της βασανισμένης μου ψυχής. Υπάκουσα μαγεμένος, έκλεισα τα κόκκινα από την αϋπνία και τα δάκρυα μάτια μου και χάθηκα στους γυναικείους ψιθύρους.
-Θα ακούσεις τρεις λέξεις φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους. Προσπάθησε να σχηματίσεις μία ολοκληρωμένη εικόνα στο μυαλό σου και να μου την περιγράψεις, ενόσω θα κρατάς τα μάτια σου κλειστά και το μόνο που θα ακούγεται στο δωμάτιο θα είναι οι ανάσες μας και οι αναστεναγμοί του καιόμενου κέδρου.
   Επακολούθησαν τέσσερα δευτερόλεπτα απόλυτης σιωπής και μετά σαν τρεις σταγόνες κόκκινου κρασιού που έπεσαν άτακτα από ένα ιδρωμένο μπουκάλι σ' ένα λευκό μεταξένιο μαντήλι, στο δωμάτιο ακούστηκαν τρεις βόμβοι: Νερό - Λευκό - Αγάπη.

  [...]

   Βρέθηκα ανεξήγητα στο ευρύχωρο μπάνιο του διαμερίσματός μου. Η μπανιέρα ήταν γεμάτη ζεστό νερό που άχνιζε και ευωδίαζε κανέλα και λεβάντα. Επέπλεαν κόκκινα κεράκια που τρεμόπαιζαν κι ένα λευκό έντελβαϊς. Στο πάτωμα κειτόταν τσαλακωμένο το λευκό μου πουκάμισο και λίγο πιο πέρα τα μαύρα σου εσώρουχα - αυτά που φορούσες την τελευταία φορά που κάναμε έρωτα. Ήσουν στη ντουζιέρα, άκουγα το νερό να κυλάει και να πέφτει με ορμή στο κορμί σου. Βαριανάσαινες, διέκρινα την αχνή φιγούρα σου να χαϊδεύει ηδονικά το υγρό σου σώμα, βόγκηξες. Δεν ήσουν μόνη. Πλησίασα στο θολό τζάμι. Ακούμπησα την παλάμη μου στο γυαλί και ξαφνικά το βογκητό μετατράπηκε σε κραυγή. Το πρόσωπό σου χτύπησε με ορμή στο θερμό γυάλινο τοίχο, πλάι στην παλάμη μου, και το χέρι σου, δραπετεύοντας από τη χαραμάδα της γυάλινης πόρτας, γρατζούνισε επιπόλαια το γυμνό μου μπράτσο.
   Γύρισα έντρομος το κεφάλι μου. Ο καθρέφτης ήταν γεμάτος πιτσιλιές λαμπερού κόκκινου πηχτού αίματος που κυλούσαν αργά αντίθετα στη δύναμη της βαρύτητας, αναμιγνυόμενες με τις σταγόνες των υδρατμών, προσπαθώντας μάταια να καλύψουν τη στιλπνότητα δύο κεχριμπαρένιων χαντρών. Ανοιγόκλεισα δύο φορές τα μάτια. Λίγο πριν όλα χαθούν στο χρυσό σκοτάδι, κατάφερα να διακρίνω έναν καινούργιο μωβ λεκέ στο γιακά του λευκού πουκαμίσου και τη μπανιέρα άδεια με το λευκό έντελβαϊς μαραμένο στη μέση να ρουφάει τους λεκέδες ενός βάναυσου φόνου. Η αγάπη είχε χαθεί...

[...]


   Σηκώθηκα ορμητικά σαν αγρίμι από την πολυθρόνα. Κατευθύνθηκα αμίλητος προς την πόρτα, δίχως να κοιτάξω τη Ζέτα. Με ακολούθησε βιαστικά. Λίγο πριν περάσω το κατώφλι, μου άδραξε κτητικά και με πάθος το ιδρωμένο μου δεξί χέρι, ρωτώντας με απεγνωσμένα τι έπαθα. Έσφιξα  χωρίς δεύτερη σκέψη τα λεπτά της δάχτυλα, την έσφιξα στην αγκαλιά μου, τη φίλησα κι, όταν δεν μπορούσα να πάρω πια ανάσα, την ελευθέρωσα από τα μπράτσα μου και έφυγα. Έπαθλο: τρεις γρατσουνιές στο δεξί μου χέρι, καθώς προσπαθούσε με μανία να με κρατήσει στο ιατρείο της, φωνάζοντας: 
-Ορέστη μου, πού πας; Δεν μπορείς να οδηγήσεις σ' αυτήν την κατάσταση...
   Άραγε ποια αγάπη είχε χαθεί;
   

Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Μάτια & Χείλη

   Κάθε Τετάρτη είχες συνεδρία με την ψυχολόγο σου. Ψηλή, ξανθιά με μακριά μαλλιά που σαν τα φυσούσε ο αγέρας πάλλονταν ερωτικά, αποπνέοντας μία ανάσα λαγνείας. Μου την είχες δείξει διακριτικά μία Παρασκευή, που τυχαία πέρασε από δίπλα μας, καθώς απολαμβάναμε το ποτό μας στην παραλία. Ήταν τόσο επιβλητική που δεν μπορούσες να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της. Αντιθέτως, προτιμούσες να κοιτάζεις λαίμαργα τις κομψές καμπύλες του κορμιού της, να θαυμάζεις τα άψογα σχεδιασμένα ζυγωματικά, που σχημάτιζαν σχεδόν καλλιτεχνικά μία φωλιά για τα κεχριμπαρένια μάτια της. Εκείνο το βράδυ της Παρασκευής μου συστήθηκε βιαστικά, επιβεβαίωσε το ραντεβού σας της ερχόμενης Τετάρτης και συνέχισε -κατά περίεργο τρόπο- μόνη τη βόλτα της στην παραλιακή. Ακόμα, θυμάμαι το μελωδικό ήχο από τα τακούνια της που χτυπούσαν αρμονικά στο φθαρμένο πεζοδρόμιο. Βαθιά μέσα μου πίστεψα φευγαλέα πως επρόκειτο για μία γυναικεία φιγούρα του JH Lynch που ασφυκτιούσε να περιορίζεται στις δύο διαστάσεις ενός πολύχρωμου καμβά και θέλησε να πηδήξει στον κόσμο μας, για να το γεμίσει με τη δημιουργική πνοή της.
   Προσπάθησα να την κρατήσω στο μυαλό μου σαν μια γλαφυρή ανάμνηση, στην οποία θα κατέφευγα περιστασιακά όταν η πίεση της δουλειάς έκανε τα δάχτυλά μου να πασχίζουν να αγγίξουν τη βελούδινη αίσθηση της νικοτίνης. Άλλωστε, εσένα αγαπούσα. Λάτρευα να σε χαϊδεύω τις νύχτες που, ενώ εγώ αδυνατούσα να κλείσω τα βλέφαρά μου κάτω από την επίδραση της καφεΐνης, εσύ είχες παραδοθεί μετά από έναν ερωτικό γύρο στην τόσο αβέβαιη αγκαλιά μου.
   Ποτέ δεν είχα προσπαθήσει ούτε φυσικά καταφέρει να μάθω τι εκμυστηρευούσουν στην ψυχολόγο σου. Ιατρικό απόρρητο, βλέπεις... Μάλλον θα έπρεπε, όμως. Μπορεί, τουλάχιστον, να ήξερα τώρα τι σου είχε συμβεί. Την περασμένη Τετάρτη δεν επέστρεψες ποτέ στο διαμέρισμά μας μετά τη συνεδρία. Χάθηκες πίσω από το πέπλο της νύχτας με μόνο μάρτυρα την πανσέληνο, που θα έκρυβε τις προθέσεις σου πίσω από τα ροζ σύννεφα της ανατολής, ώστε να μην το μάθει μήτε ο ήλιος. Μυστικά, όμως, φύλαγε και η ψυχολόγος σου πίσω από εκείνα τα σαρκώδη χείλη, που ήταν αποφασισμένα να ανοίξουν μόνο για να με αποπλανήσουν.
   Ήμουν απελπισμένος και απεγνωσμένος. Η ανεξήγητη απουσία σου με είχε εξουθενώσει. Για να ακούσω και πάλι τη φωνή σου -εκείνη τη φωνή που μου ψιθύριζε τα μουντά χειμερινά πρωινά "σ'αγαπώ"- έβαζα στο βίντεο κασέτες από τα ταξίδια μας. Είχαμε πάει πολλά ταξίδια. Και όσο αναπολούσα τα παλιά, άκουγα το γέλιο σου. Ποτέ δεν πίστευα ότι αυτό το γέλιο θα έφερνε στεγνά δάκρυα στα μάτια μου.
   Μία εβδομάδα δίχως να αισθάνομαι την ανάσα σου στον ώμο μου τα μεσημέρια που διάβαζα στο μπαλκόνι, και στο κατώφλι του διαμερίσματος εμφανίζεται ένα λευκό πουκάμισο. Το ίδιο στενό λευκό πουκάμισο που μου έκαναν δώρο οι συνάδελφοί μου για την προαγωγή μου κι εσύ εκείνη τη μοιραία Τετάρτη είχες πάει να αλλάξεις. Μα, αυτό το λευκό πουκάμισο ήταν όντως ένα νούμερο μεγαλύτερο. Είχες προλάβεις να το αλλάξεις. Το άρπαξα και το μύρισα με την επιπόλαια προσδοκία να βρεθείς μαγικά στην αγκαλιά μου. Το μόνο σημάδι, ένα έντονο αποτύπωμα μωβ κραγιόν στο πίσω μέρος του γιακά. Όμως, εσύ προτιμούσες με διαφορά το ερυθρό για τα λεπτεπίλεπτα χείλη σου. Κι άλλα ερωτηματικά...
   Τρελαινόμουν. Αποφάσισα ότι χρειαζόταν να ζητήσω βοήθεια, πριν οι παραισθήσεις διεισδύσουν στην εύθραυστη ανάλγητη πραγματικότητα. Χτύπησα την πόρτα και μετά από λίγα δευτερόλεπτα αντίκρισα τα κεχριμπαρένια μάτια της να διαπερνούν την τραυματισμένη μου καρδιά. Και έλαμπαν περισσότερο από ποτέ...
   

Τρίτη 6 Μαΐου 2014

Σχιζοφρένεια

   Ξαφνικά, στο νιπτήρα εμφανίστηκαν σκόρπιες βαθυκόκκινες πηχτές κηλίδες. Κοίταξα απορημένος στον καθρέφτη, μα δεν ήταν η μύτη μου αυτή που είχε ματώσει. Μάλλον η αϋπνία των τελευταίων ημερών και η υπερβολική κατανάλωση καφεΐνης θα έφταιγε. Μου είχες πει επανειλημμένα ότι η εργασιομανία και η εμμονή μου στην τελειότητα μου έκανε κακό, μα ήμουν αρκετά πεισματάρης για να σε ακούσω. Προτιμούσα να σε καθησυχάζω με μία αγκαλιά.
   Βγήκα απορημένος από το μπάνιο. Ένιωθα το κεφάλι μου βαρύ και στηρίχτηκα στον τοίχο για να συγκρατήσω το κορμί μου. Ποτέ δεν άκουσα το γιατρό μου και επέμενα να συνδυάζω τα υπνωτικά με ένα καλό σκοτσέζικο ουίσκι για να εξασφαλίσω έναν ήρεμο ύπνο χωρίς εφιάλτες. Γύρισα και παρατήρησα ερυθρούς λεκέδες στο λευκό φόντο. Αντιλήφθηκα σχεδόν τρομαγμένος ότι τα δάχτυλά μου ήταν βουτηγμένα στο αίμα. Όμως, δεν είχα καμία πληγή. Τα σκούπισα στο ιδρωμένο μου μέτωπο και αποφάσισα να κοιμηθώ, γιατί δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω τι ακριβώς είχε γίνει τις προηγούμενες ώρες. Πιθανότατα, βέβαια, να μην ήθελα και να μάθω.
   Χρειάστηκαν μόλις δύο λεπτά και σαράντα τρία δευτερόλεπτα για να αποκοιμηθώ βαριά και να αγνοήσω τους γυναικείους ψιθύρους που εκλιπαρούσαν για βοήθεια. Ξύπνησα βυθισμένος στο χιόνι. Ήμουν ημίγυμνος αλλά δεν κρύωνα. Πάσχιζα να διακρίνω τις φιγούρες πίσω από τις σκιές των δέντρων. Η παγωμένη σιωπή ράγισε με το ουρλιαχτό ενός πεινασμένου λύκου. Γύρισα πίσω για να θαυμάσω απηυδισμένος ένα κατασπαραγμένο θηλυκό ελάφι να θρηνεί τον επικείμενο θάνατό του.
   Ξεκίνησα να τρέχω να ξεφύγω από το θάνατο. Είχα κλειστά τα μάτια για να μπορώ να βαδίζω ευκολότερα στο άγριο σκοτάδι - δίχως δέος για όσα εμφανίζονταν αδηφάγα για ανθρώπινη σάρκα και διψασμένα για φόβο μπροστά μου. Μετάνιωσα όταν υπέκυψα να τα ανοίξω. Μία σπίθα έβαλε φωτιά το πορσελάνινο κορμί σου, που κρεμόταν άψυχο από τα κλαδιά ενός πέτρινου δέντρου, κι εσύ μου φώναξες ένα ανατριχιαστικό γιατί. Και καθώς οι στάχτες σου κάλυπταν άταχτα το σώμα μου, ένα μαραμένο έντελβαϊς έπεσε αιθέρια στο χαραγμένο από τα νύχια του αετού που σε προστάτευε ώμο μου.
   Ο ήλιος χάιδεψε το πρόσωπό μου και πίσω από τη χαραμάδα των βλεφάρων μου αντίκρισα το σπιλωμένο με ματωμένους λεκέδες έντελβαϊς. Αδυνατούσα να καταλάβω πλέον τι ήταν πραγματικό. Και το κυριότερο εσύ ήσουν χαμένη...

Τρίτη 29 Απριλίου 2014

Το άγριο τριαντάφυλλο

   Δεν ήταν ευτυχισμένη. Μια γλυκιά μελαγχολία καθρεφτιζόταν φανερά στα γαλάζια μάτια της, που συνήθιζαν άλλοτε να κοιτάζουν το συννεφιασμένο ουρανό και άλλοτε να κρύβονται στη σκιά μιας μαύρης ομπρέλας, για να μην ανταγωνίζονται την λάμψη των ηλιαχτίδων. Χαμογελούσε σπάνια, μάλλον σε ιδιαίτερα εξαιρετικές περιπτώσεις, ως ένδειξη αυτοσαρκασμού της ματαιότητας της ανθρώπινης ύπαρξης.
   Δεν φορούσε ποτέ κοσμήματα. Απεχθανόταν την αίσθηση του ψυχρού πολύτιμου μετάλλου στη σάρκα της που διψούσε για το θερμό ανθρώπινο άγγιγμα. Η μόνη ένδειξη του καταραμένου πλούτου που άθελα κληρονόμησε η συνήθειά της να πετάει διαμάντια στο τζάκι, όταν ήθελε να χαλαρώσει με τη θέα του ατίθασου χορού της αδηφάγου πύρινης φλόγας. Μισούσε και τα ρολόγια. Ο χρόνος κυλούσε τόσο γρήγορα γι' αυτή χωρίς να επουλώνει τις πληγές. Η παρατήρησή του δε θα αποτελούσε τίποτε παρά μια υπενθύμιση της ευμεταβλητότητας του ασταθούς και εύθραστου παρόντος.
   Απεχθανόταν καθετί το ψεύτικο - καμουφλάζ για ελαττώματα. Προτιμούσε τη γνησιότητα της ατέλειας από τη μονοτονία της τελειότητας. Δεν ήθελε να καλύπτει ούτε τη γεωμετρία του κορμιού της. Στην προσωπική της έπαυλη κυκλοφορούσε γυμνή τυλιγμένη μόνο με το σάβανο πανάκριβων γαλλικών αρωμάτων, προσπαθώντας να αποδράσει από την ασφυκτική κοινωνική περιέργεια και να ταξιδέψει νοητά έξω από τις μωβ παχιές κουρτίνες, που διατηρούσαν τη σαγήνη της αποκλειστικό προνόμιο των βελούδινων καναπέδων.
   Παρά την απέχθειά της προς οτιδήποτε το κίβδηλο, δεν μπορούσε να διαφύγει από τη γοητεία των γλαφυρών ψευδαισθήσεων. Κάθε φορά που άνοιγε αδέξια την τσάντα της, έπεφταν τα λευκά χάπια σαν μαργαριτάρια. Κι όταν τα μαργαριτάρια δεν ήταν αρκετά για να παίξει ζάρια με το σκοτάδι, διέλυε το έρεβος στο διάφανο αλκοόλ και το φώτιζε με την κάφτρα από τα τυλιγμένα με μετάξι τσιγάρα.
   Δεν μπορούσε να αγαπήσει κανέναν - πόσο μάλλον τον εαυτό της. Την ενοχλούσε η γλοιότητα των δαχτύλων που είχαν βουτηχτεί σε χρυσό και σε ξένο αίμα. Έψαχνε το άγγιγμα που θα έχει άρωμα άγριο τριαντάφυλλο δίχως όμως άλλες υφέρπουσες παραπλανητικές μυρωδιές.
   Κι όμως εκείνη τη νύχτα δε θέλησε να αναζητήσει τα μαύρα μαργαριτάρια στον πάτο κάποιας δερμάτινης τσάντας, γιατί μπορούσε να ψηλαφίσει τα υπολείμματα της αγάπης κάτω από τα πουπουλένια παπλώματα. Και για πρώτη φορά ήταν ευτυχισμένη και, ενώ κοιμόταν, του ψιθύρισε στο αυτί: "Είσαι το μόνο άγριο τριαντάφυλλο που κατάφερε να μην μαραθεί μέσα στον ωκεανό της ψυχρής καρδιάς μου. Όταν ξυπνήσω θέλω να είμαι ακόμα ερωτευμένη μαζί σου..."

Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

Η ζωή πίσω από τον καθρέφτη

   Είναι τόσο δύσκολο να είσαι πίσω από ένα γυάλινο τοίχο που σε εμποδίζει να αγγίξεις οτιδήποτε το αληθινό. Είσαι ένας παθητικός παρατηρητής που αρκείται στο να κοιτά τις ζωές των ανθρώπων που αγάπησε. Άλλωστε, οι αντανακλάσεις είναι άυλες - απλώς συμβιώνεις με αυτές ως αναπόσπαστο πλέον μέρος τους. Άραγε, ποιος θα πίστευε ότι οι ψυχές καταλήγουν φυλακισμένες μέσα σε ένα καθρέφτη χωρίς διαστάσεις παρά μόνο με βάθος, ώστε ακόμη και δέσμιος να πιστεύεις ότι ανήκεις στη τρισδιάστατη πραγματικότητα...
   Ακούς και κοιτάς - η αφή πλέον σε αχρησία - περιμένεις τη στιγμή που ο εικονιζόμενος θα χαϊδέψει το ψυχρό επάργυρο γυαλί, να αισθανθείς την τρυφερότητα ενός απτού αγγίγματος ανθρώπινων δαχτύλων. Πόσο μάλλον αν τα δάχτυλα αυτά έμπηγαν τα νύχια τους στη σάρκα σου τις παθιασμένες νύχτες του Φλεβάρη, πριν περάσεις στην πλευρά των ειδώλων.
   Βέβαια, ό,τι και να δεις, δεν μπορείς να αντιδράσεις. Όσο και να φωνάξεις, το μόνο που πετυχαίνεις είναι να διευρύνεις το οπτικό πεδίο του καθρέφτη, ώστε να αντικρίζεις πιο καθαρά όλες τις πλευρές των γεγονότων και να οξύνεις την ένταση των συναισθημάτων.
   Κι επειδή η αιωνιότητα μάλλον πρέπει να είναι κουραστική και η καθημερινότητα επαναλαμβάνεται, αρέσκεσαι να ανακαλύπτεις εκείνες τις διακριτικές πινελιές που κοσμούσαν τον πίνακα που συνήθιζες να περνάς τις μέρες της ένδοξης μηχανικά ρυθμιζόμενης ζωής σου. Ξέρεις, ποτέ δεν είχα αντιληφθεί πόσο γοητευτικά ήταν τα μάτια σου χωρίς ίχνος ψεύτικου χρωματιστού περιγράμματος. Το πιο όμορφο συνηθισμένο καστανό - για μένα ήταν μοναδικό, επειδή είχε εκείνες τις διακριτικές κίτρινες κηλίδες κάτω από τις παχιές στρώσεις του σκούρου καστανού. Γι' αυτό, μάλλον, έλαμπαν στο σκοτάδι. Θυμάμαι που ξυπνούσα ιδρωμένος από τους εφιάλτες στις τέσσερις το ξημέρωμα κι εκείνα ήταν εκεί στο διπλανό μαξιλάρι ανοιχτά έτοιμα να με καθησυχάσουν, κι εγώ τα έκλεινα με ένα φιλί.
[...]
   23 Απρίλη... Η μέρα που είχαμε γνωριστεί και τελείως συμπτωματικά η μέρα που ακών σε παράτησα, με αίματα στο πρόσωπο και φρεσκοβαμμένα με χρώμα ερυθρό λευκά τριαντάφυλλα - το δώρο που ποτέ δεν κατάφερα να σου δώσω, μα που εσύ μου πρόσφερες την επόμενη μέρα μουσκεμένο με τα δάκρυά σου.
   Και σε βλέπω και τώρα ξανά με δάκρυα στα μάτια... Σ' ακούω να πονάς: "Πού είσαι; Σε χρειάζομαι, ζωή μου! Γιατί καμία αγκαλιά να μην είναι σαν τη δική σου; Με έχεις καταστρέψει. Δεν μπορώ να κοιτάω τον εαυτό μου στον καθρέπτη και να μην είσαι δίπλα μου. Δε μ' αγαπούσες και έφυγες τόσο αντιηρωικά; Δεν το άξιζες ψυχή μου..." Αναρωτιέσαι κι εγώ δεν είμαι εκεί να σου δώσω τις απαντήσεις που διψασμένα ζητάς, όπως άλλοτε εκείνες τις μέρες της ευτυχίας ζητούσες το χαμόγελό μου. 
   Η σιωπή σε εκνευρίζει, σε θυμώνει και πετάς το δαχτυλίδι μου με δύναμη κατά πάνω μου. Πρώτη φορά μετά από δύο ολόκληρα χρόνια νιώθω τόσο πόνο και κλείνω φοβισμένος τα μάτια μου. Όταν τα ανοίγω, βλέπω τις ρωγμές στο κορμί μου. Και τα μάτια σου πουθενά... Πλέον, δεν είμαι τίποτε παρά ένα σπασμένο ποτήρι σαμπάνιας...
   

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Επικήδειος

   Ποτέ δεν είχα συνειδητοποιήσει πως πολλές φορές ο Θεός μας παίρνει ξαφνικά χωρίς ιδιαίτερες εξηγήσεις αυτό που απλόχερα πριν λίγο -για την ανθρώπινη ζωή- καιρό μας χάρισε. Και όταν αυτό το δώρο-αντίδωρον πρόκειται για μια αιθέρια ανθρώπινη ύπαρξη σαν τη δική σου, που με έκανε να χαμογελάω κάθε πρωί κάτω από τα παπλώματα, τα πράγματα γίνονται περισσότερο περίπλοκα, ίσως μάλλον ανεξήγητα για τα μέτρα της ανθρώπινης ευφυίας.
   Εκείνη η στιγμή της απώλειας δεν είναι τίποτε παρά μια φευγαλέα δυσάρεστη γεύση στον ουρανίσκο. Το χειρότερο είναι η επακόλουθη επίγευση: τα επόμενα πέντε λεπτά που αρχίζεις να εξερευνάς με τους καταπονημένους από τη δυστυχία γευστικούς κάλυκες την πίκρα της μοναξιάς, η οποία θα στοιχειώνει κάθε όνειρο μελλοντικής ευτυχίας.
   Και οι εικόνες... Ανεξίτηλες... Πάντα με ζωηρά χρώματα που αντί να θαμπώνουν γίνονται πιο γλαφυρά με το πέρασμα του χρόνου. Μόνο και μόνο για να θρηνώ με την ίδια ένταση που θρήνησα όταν μόλις σε είχα χάσει. Θυμάμαι αυτά τα ζαφειρένια μάτια σου να εστιάζουν στο φόντο της θλιμμένης φιγούρας μου, διαπερνώντας όλο μου το βασανισμένο κορμί. Τόσο όμορφα, τόσο μοναδικά, φτιαγμένα να μου δείχνουν μόνο την αγάπη σου, που μέχρι και το τελευταίο λεπτό με αγκάλιαζε με παρηγοριά. Ήσουν τόσο γαλήνια. Δεν ήθελες να χύσω ούτε ένα δάκρυ, γιατί νοιαζόσουν πραγματικά. Κι ενώ εγώ έτρεμα, εσύ μου έσφιγγες καθησυχαστικά και συνάμα τρυφερά το χέρι, χαμογελώντας.
   Και οι τελευταίοι ψίθυροι... "Αντώνη, σ΄ αγαπώ..." Κάθε απάντηση μου θα ήταν ιεροσυλία σε μία τόσο αγνή εξομολόγηση. Αρκέστηκα στη σιωπή και σ' ένα φιλί στο μέτωπο.
   Τώρα έπρεπε να συναρμολογήσω τα διαλυμένα μου κομμάτια και να ετοιμαστώ για τον επίσημο αποχαιρετισμό, θέαμα για απρόσωπους γνωστούς και περίεργους αγνώστους. Κούμπωσα πάνω μου το κόκκινο πουκάμισο. Μου είχες πει πως απεχθανόσουν το μαύρο. Άλλωστε τρεις μέρες πριν, το είχες δηλώσει: "Στην κηδεία μου θέλω να βάλεις το κόκκινο πουκάμισο που σου είχα πάρει πέρυσι στα γενέθλιά σου. Το κόκκινο, ψυχή μου, είναι το χρώμα σου. Κόκκινο σαν το πάθος μου για σένα. Και σε παρακαλώ θέλω να μην δακρύσεις, γιατί τα δάκρυα είναι γι' αυτούς που δε γνώρισαν ποτέ αληθινή αγάπη."
   Ψεκάζω στους καρπούς μου λίγο από το άρωμά σου. Θέλω να είμαι ακόμα και τώρα δικός σου, μόνο δικός σου. Να αισθάνομαι την απόκοσμη πλέον παρουσία σου, μυρίζοντας τη γοητεία σου, και να απομακρύνονται όλες οι φθηνές απομιμήσεις, με την όσφρηση του έρωτα.
   Τρεις ώρες συγκρατώ στη δημόσια εμφάνιση τα δάκρυα, όπως σου είχα βουβά υποσχεθεί με τα μάτια μου. Γυρνάω στο άδειο πλέον διαμέρισμα. Γεμίζω δύο κρυστάλλινα ποτήρια με ακριβό κόκκινο κρασί: ένα για σένα κι ένα για μένα. Σου προσφέρω ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και με ευχαριστείς με ένα φιλί στο λαιμό: "Καληνύχτα, μωρό μου..."
   Όχι, δεν είμαι ψυχασθενής. Γαμώτο, σ' αγαπάω!