Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Πατρικό Πρότυπο

   Φυσούσε δυνατά εκείνο το πρωινό. Τα κλαδιά της λεύκας χτυπούσαν επίμονα το παράθυρο της Ζέτας. Εκείνη σηκώθηκε και άνοιξε το παράθυρο, πασχίζοντας να αναπνεύσει λίγο δροσερό αγέρα και προσπαθώντας να στεγνώσει τα δακρυσμένα κεχριμπαρένια μάτια της. Δεν μπορούσε ακόμη να πιστέψει πως δε θα γευόταν ξανά την εκρηκτική γεύση των χειλιών του Πέτρου. Πριν δυο μέρες μπορούσε να αποκοιμηθεί γαλήνια με νανούρισμα τα ψιθυριστά "σ' αγαπώ", συνοδευόμενα από τον άτακτο χορό των δακτύλων του σε όλο της το κορμί. Και τώρα, προκειμένου να κρατηθεί από την ψευδαίσθηση της αιθέριας παρουσίας του, αρκούταν στο άγγιγμα του ματωμένου έντελβαϊς, που κοσμούσε το προηγούμενο βράδυ σαν λευκό στέμμα το επιβλητικό κενό ανάμεσα στα ψυχρά του χείλη.
   Έπλυνε το πρόσωπό της, ντύθηκε βιαστικά και μπήκε στο αυτοκίνητο. Θα πήγαινε μετά από δύο ολόκληρα χρόνια στο πατρικό της. Είχε άλλωστε ανάγκη από μερικά χρήματα, ώστε η κηδεία του Πέτρου να είναι τόσο πλουσιοπάροχη όσο τα αισθήματά του προς αυτήν. Δύο χρόνια δεν είχε ακούσει τη φωνή του πατέρα της, παρά μόνο φρόντιζε να πληροφορηθεί από τις εφημερίδες για την προϊούσα πορεία της εταιρείας του. Άλλωστε, κάθε φορά που μιλούσε μαζί του το μόνο που κατάφερνε ήταν να ξεσπάει σε λυγμούς, λερώνοντας τα μάτια της με αλμυρά δάκρυα και θεωρώντας τον εαυτό της το μοναδικό υπαίτιο για το θάνατο της μητέρας της.
   Έφτασε στην έπαυλη. Πάρκαρε το αμάξι της δίπλα στη μαύρη γυαλιστερή λιμουζίνα. Πριν προλάβει να χτυπήσει την πόρτα, κάποιος της άνοιξε. Ήταν αυτός. Ο πατέρας της, με το μόνιμο βλέμμα περιφρόνησης και αυστηρότητας, φορώντας μονάχα μία μεταξωτή κόκκινη ρόμπα και κρατώντας ένα ποτήρι ακριβού ουίσκι χωρίς πάγο. "Ήξερα πως θα έρθεις...", ψέλλισε και της έκανε νεύμα να βολευτεί σε κάποια από τις βελούδινες πολυθρόνες του ευρύχωρου σαλονιού.
   Πριν καν προλάβει η Ζέτα να μιλήσει, ο Αλέξανδρος έβγαλε από την τσέπη της ρόμπας του το τσεκ των επιταγών και το επιχρυσωμένο πανάκριβο στυλό του και την ρώτησε σχεδόν θυμωμένος: "Πόσα θες για να θάψεις αξιοπρεπώς τον αποτυχημένο αγαπητικό σου και να με απαλλάξεις για ακόμη δύο χρόνια από την ενοχλητική παρουσία σου;". Εκείνη δεν άντεξε τις προσβολές του, σηκώθηκε εκνευρισμένη από την πολυθρόνα, πέταξε μακριά την τσάντα της, χτύπησε με πυγμή το χέρι της στο γραφείο του και του φώναξε κλαίγοντας: 

- Αυτή τη φορά πίστευα πως θα με αγκάλιαζες σαν πατέρας και θα με άφηνες να κοιμηθώ στην αγκαλιά σου, αλλά μάλλον ξέχασα πως αγαπάς περισσότερο τα καράβια σου. Αυτά είναι σημαντικότερα από την κόρη σου, το μοναδικό καρπό αγάπης σου με τη μητέρα μου. Αλλά ναι, εσύ προτιμάς να αγαπάς φαντάσματα του παρελθόντος και παλιές φωτογραφίες παρά ανθρώπους με σάρκα και οστά που θα μπορούσαν να σε αγαπήσουν ακόμη κι αν δεν τους αγάπησες ποτέ εσύ.
- Δεν έχεις το δικαίωμα να μιλάς γι' αυτήν. Εσύ την σκότωσες. Εσύ φταις που δε βγήκε ποτέ από το μαιευτήριο. Πήρες μια ζωή για να κάνεις τη δική σου γεμάτη στα λούσα, στα αρώματα και σε αποτυχημένους άντρες σαν τον Πέτρο.
   Μόλις άκουσε το όνομα του Πέτρου, τον χαστούκισε τόσο δυνατά που του έπεσε το ποτήρι με το ουίσκι από το χέρι. Ο Αλέξανδρος την έπιασε με το ένα του χέρι απειλητικά από το λαιμό, σφίγγοντάς την ασφυκτικά και λέγοντας αποφασιστικά:

- Πώς μπορούσα να σ' αγαπήσω, αφού όσο μεγάλωνες της έμοιαζες περισσότερο; Σε κοιτούσα και το μόνο που έβλεπα ήταν τα κεχριμπαρένια μάτια που ερωτεύτηκα πριν τριάντα δύο χρόνια. Δε σε μίσησα ποτέ, Ζέτα. Απλώς δεν μπορούσα να το διαχειριστώ όλο αυτό.
   Και τότε,  την φίλησε στα χείλη, χαλαρώνοντας τον κλοιό γύρω από το νεανικό λαιμό της. Εκείνη τον έσπρωξε και έφυγε τρέχοντας, φωνάζοντας:
- Είσαι ψεύτης! Είσαι ένα κτήνος! Δε θέλω τα λεφτά σου.
    Ο Αλέξανδρος ψέλλισε: "Χαστουκίζεις σαν τη μάνα σου!", και χάθηκε στους πηχτούς καπνούς ενός πούρου βανίλια, καθώς η πόρτα της έπαυλης έκλεινε εκκωφαντικά και η Ζέτα έφευγε για άλλη μια φορά μακριά του.

2 σχόλια: