Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

Τζων, ερωτεύτηκες!

   Το αεροπλάνο είχε φτάσει εδώ και δύο ώρες. Δεν ήσουν στους επιβάτες. Μάταια περίμενα να διακρίνω το χαμόγελό σου ανάμεσα στα βιαστικά πρόσωπα που με μία βαλίτσα στο χέρι πάσχιζαν να φύγουν από το αεροδρόμιο, να γυρίσουν στη θαλπωρή του διαμερίσματός τους, ίσως και να βρεθούν σε μια αγκαλιά. Μόνο η δική σου, Τζων, θα έμενε άδεια!
   Ποια ήταν άραγε η τελευταία φορά που είχες κλείσει κάποιο άτομο στην αγκαλιά σου; Αλλά, Τζων, μη δώσεις βιαστική απάντηση. Μιλάμε για αληθινή αγκαλιά, όχι για κίβδηλες εκδηλώσεις στοργής μετά από ένα ερωτικό ξέσπασμα μόνο και μόνο για να διευκολύνεις τον ύπνο με το άγνωστο αντικείμενο λαγνείας που αποκοιμήθηκε πλάι σου με νανούρισμα τα παθιασμένα σου φιλιά. Αληθινή αγκαλιά, που ηλεκτρίζει το ιδρωμένο σου κορμί, κάνει τις ρώγες σου να τσιτώνουν με το πρώτο άγγιγμα, σε καυλώνει δίχως να γευτείς χείλη.
   Κούμπωσα το παλτό μου και μπήκα γρήγορα στο αυτοκίνητο. Μου άρεσε να οδηγώ όταν αισθανόμουν μόνος. Τζων, έχεις τάσεις φυγής; Νομίζω πως ναι. Μα γιατί; Δε σε ευχαριστεί που είσαι ποθητός, που μοιράζεις κομμάτια του κορμιού σου τόσο γενναιόδωρα, που τα φιλιά σου φουντώνουν τις φλόγες και κάνουν τα στόματα να ανοίγουν ηδονικά;
   Ακόμα το θυμάμαι να το λες: "Τζων, είσαι μαλάκας! Δεν μπορείς ν' αγαπήσεις, γι' αυτό δε θα μπορέσεις ποτέ ν' αγαπηθείς όπως ποθείς. Είσαι ένα σώμα που δε θα καταφέρει ν' ανήκει ποτέ πουθενά." Και τότε ένιωσα τόσο μόνος. Κατάλαβα πως σε ήθελα, εσένα που με έκανες να καταλάβω πόσο ανεύθυνα προκαλούσα οργασμό σε τόσα κορμιά τα τελευταία χρόνια. Ναι, εσένα, που τόλμησες να με πεις μαλάκα!
   Ναι, ήμουν τόσο μαλάκας που δεν εκτίμησα τα αισθήματά σου. Και τώρα ήμουν ακόμα περισσότερο που πίστεψα πως θα έρθεις να με δεις. Ε βέβαια, γιατί να θες να δεις έναν μαλάκα; Αλλά, μου είχες λείψει. Πέθαινα να σ' αγγίξω ξανά, να σε σφίξω στην τόσο φθηνή αγκαλιά μου. Να είμαι δικός σου, και αυτή τη φορά αποκλειστικά δικός σου!
   Το καλοκαίρι είχε τελειώσει. Ο κόσμος στην πόλη πλήθαινε. Κανείς δε με περίμενε στο σπίτι. Θα οδηγούσα μέχρι να βρεθώ σε κάποια ερημική παραλία. Να ξαπλώσω με το ακριβό μου πουκάμισο στην άμμο, να βγάλω τα σκαρπίνια μου για να αισθανθώ τη δροσιά του φθινοπώρου, να κλείσω τα μάτια, αφουγκραζόμενος τα κύματα και τους γλάρους.
   Τα κύματα μου έγλειφαν τις πατούσες, μούσκευαν τα μπατζάκια μου. Ξάφνου, όμως, ένιωσα τα χείλη κι όχι τα πόδια μου υγρά. Δεν πρόλαβα ν' ανοίξω τα μάτια. Γεύτηκα ένα λαίμαργο φιλί και άκουσα να μου ψιθυρίζεις:
"Τζων, ερωτεύτηκες!"