Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Μάτια & Χείλη

   Κάθε Τετάρτη είχες συνεδρία με την ψυχολόγο σου. Ψηλή, ξανθιά με μακριά μαλλιά που σαν τα φυσούσε ο αγέρας πάλλονταν ερωτικά, αποπνέοντας μία ανάσα λαγνείας. Μου την είχες δείξει διακριτικά μία Παρασκευή, που τυχαία πέρασε από δίπλα μας, καθώς απολαμβάναμε το ποτό μας στην παραλία. Ήταν τόσο επιβλητική που δεν μπορούσες να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της. Αντιθέτως, προτιμούσες να κοιτάζεις λαίμαργα τις κομψές καμπύλες του κορμιού της, να θαυμάζεις τα άψογα σχεδιασμένα ζυγωματικά, που σχημάτιζαν σχεδόν καλλιτεχνικά μία φωλιά για τα κεχριμπαρένια μάτια της. Εκείνο το βράδυ της Παρασκευής μου συστήθηκε βιαστικά, επιβεβαίωσε το ραντεβού σας της ερχόμενης Τετάρτης και συνέχισε -κατά περίεργο τρόπο- μόνη τη βόλτα της στην παραλιακή. Ακόμα, θυμάμαι το μελωδικό ήχο από τα τακούνια της που χτυπούσαν αρμονικά στο φθαρμένο πεζοδρόμιο. Βαθιά μέσα μου πίστεψα φευγαλέα πως επρόκειτο για μία γυναικεία φιγούρα του JH Lynch που ασφυκτιούσε να περιορίζεται στις δύο διαστάσεις ενός πολύχρωμου καμβά και θέλησε να πηδήξει στον κόσμο μας, για να το γεμίσει με τη δημιουργική πνοή της.
   Προσπάθησα να την κρατήσω στο μυαλό μου σαν μια γλαφυρή ανάμνηση, στην οποία θα κατέφευγα περιστασιακά όταν η πίεση της δουλειάς έκανε τα δάχτυλά μου να πασχίζουν να αγγίξουν τη βελούδινη αίσθηση της νικοτίνης. Άλλωστε, εσένα αγαπούσα. Λάτρευα να σε χαϊδεύω τις νύχτες που, ενώ εγώ αδυνατούσα να κλείσω τα βλέφαρά μου κάτω από την επίδραση της καφεΐνης, εσύ είχες παραδοθεί μετά από έναν ερωτικό γύρο στην τόσο αβέβαιη αγκαλιά μου.
   Ποτέ δεν είχα προσπαθήσει ούτε φυσικά καταφέρει να μάθω τι εκμυστηρευούσουν στην ψυχολόγο σου. Ιατρικό απόρρητο, βλέπεις... Μάλλον θα έπρεπε, όμως. Μπορεί, τουλάχιστον, να ήξερα τώρα τι σου είχε συμβεί. Την περασμένη Τετάρτη δεν επέστρεψες ποτέ στο διαμέρισμά μας μετά τη συνεδρία. Χάθηκες πίσω από το πέπλο της νύχτας με μόνο μάρτυρα την πανσέληνο, που θα έκρυβε τις προθέσεις σου πίσω από τα ροζ σύννεφα της ανατολής, ώστε να μην το μάθει μήτε ο ήλιος. Μυστικά, όμως, φύλαγε και η ψυχολόγος σου πίσω από εκείνα τα σαρκώδη χείλη, που ήταν αποφασισμένα να ανοίξουν μόνο για να με αποπλανήσουν.
   Ήμουν απελπισμένος και απεγνωσμένος. Η ανεξήγητη απουσία σου με είχε εξουθενώσει. Για να ακούσω και πάλι τη φωνή σου -εκείνη τη φωνή που μου ψιθύριζε τα μουντά χειμερινά πρωινά "σ'αγαπώ"- έβαζα στο βίντεο κασέτες από τα ταξίδια μας. Είχαμε πάει πολλά ταξίδια. Και όσο αναπολούσα τα παλιά, άκουγα το γέλιο σου. Ποτέ δεν πίστευα ότι αυτό το γέλιο θα έφερνε στεγνά δάκρυα στα μάτια μου.
   Μία εβδομάδα δίχως να αισθάνομαι την ανάσα σου στον ώμο μου τα μεσημέρια που διάβαζα στο μπαλκόνι, και στο κατώφλι του διαμερίσματος εμφανίζεται ένα λευκό πουκάμισο. Το ίδιο στενό λευκό πουκάμισο που μου έκαναν δώρο οι συνάδελφοί μου για την προαγωγή μου κι εσύ εκείνη τη μοιραία Τετάρτη είχες πάει να αλλάξεις. Μα, αυτό το λευκό πουκάμισο ήταν όντως ένα νούμερο μεγαλύτερο. Είχες προλάβεις να το αλλάξεις. Το άρπαξα και το μύρισα με την επιπόλαια προσδοκία να βρεθείς μαγικά στην αγκαλιά μου. Το μόνο σημάδι, ένα έντονο αποτύπωμα μωβ κραγιόν στο πίσω μέρος του γιακά. Όμως, εσύ προτιμούσες με διαφορά το ερυθρό για τα λεπτεπίλεπτα χείλη σου. Κι άλλα ερωτηματικά...
   Τρελαινόμουν. Αποφάσισα ότι χρειαζόταν να ζητήσω βοήθεια, πριν οι παραισθήσεις διεισδύσουν στην εύθραυστη ανάλγητη πραγματικότητα. Χτύπησα την πόρτα και μετά από λίγα δευτερόλεπτα αντίκρισα τα κεχριμπαρένια μάτια της να διαπερνούν την τραυματισμένη μου καρδιά. Και έλαμπαν περισσότερο από ποτέ...
   

Τρίτη 6 Μαΐου 2014

Σχιζοφρένεια

   Ξαφνικά, στο νιπτήρα εμφανίστηκαν σκόρπιες βαθυκόκκινες πηχτές κηλίδες. Κοίταξα απορημένος στον καθρέφτη, μα δεν ήταν η μύτη μου αυτή που είχε ματώσει. Μάλλον η αϋπνία των τελευταίων ημερών και η υπερβολική κατανάλωση καφεΐνης θα έφταιγε. Μου είχες πει επανειλημμένα ότι η εργασιομανία και η εμμονή μου στην τελειότητα μου έκανε κακό, μα ήμουν αρκετά πεισματάρης για να σε ακούσω. Προτιμούσα να σε καθησυχάζω με μία αγκαλιά.
   Βγήκα απορημένος από το μπάνιο. Ένιωθα το κεφάλι μου βαρύ και στηρίχτηκα στον τοίχο για να συγκρατήσω το κορμί μου. Ποτέ δεν άκουσα το γιατρό μου και επέμενα να συνδυάζω τα υπνωτικά με ένα καλό σκοτσέζικο ουίσκι για να εξασφαλίσω έναν ήρεμο ύπνο χωρίς εφιάλτες. Γύρισα και παρατήρησα ερυθρούς λεκέδες στο λευκό φόντο. Αντιλήφθηκα σχεδόν τρομαγμένος ότι τα δάχτυλά μου ήταν βουτηγμένα στο αίμα. Όμως, δεν είχα καμία πληγή. Τα σκούπισα στο ιδρωμένο μου μέτωπο και αποφάσισα να κοιμηθώ, γιατί δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω τι ακριβώς είχε γίνει τις προηγούμενες ώρες. Πιθανότατα, βέβαια, να μην ήθελα και να μάθω.
   Χρειάστηκαν μόλις δύο λεπτά και σαράντα τρία δευτερόλεπτα για να αποκοιμηθώ βαριά και να αγνοήσω τους γυναικείους ψιθύρους που εκλιπαρούσαν για βοήθεια. Ξύπνησα βυθισμένος στο χιόνι. Ήμουν ημίγυμνος αλλά δεν κρύωνα. Πάσχιζα να διακρίνω τις φιγούρες πίσω από τις σκιές των δέντρων. Η παγωμένη σιωπή ράγισε με το ουρλιαχτό ενός πεινασμένου λύκου. Γύρισα πίσω για να θαυμάσω απηυδισμένος ένα κατασπαραγμένο θηλυκό ελάφι να θρηνεί τον επικείμενο θάνατό του.
   Ξεκίνησα να τρέχω να ξεφύγω από το θάνατο. Είχα κλειστά τα μάτια για να μπορώ να βαδίζω ευκολότερα στο άγριο σκοτάδι - δίχως δέος για όσα εμφανίζονταν αδηφάγα για ανθρώπινη σάρκα και διψασμένα για φόβο μπροστά μου. Μετάνιωσα όταν υπέκυψα να τα ανοίξω. Μία σπίθα έβαλε φωτιά το πορσελάνινο κορμί σου, που κρεμόταν άψυχο από τα κλαδιά ενός πέτρινου δέντρου, κι εσύ μου φώναξες ένα ανατριχιαστικό γιατί. Και καθώς οι στάχτες σου κάλυπταν άταχτα το σώμα μου, ένα μαραμένο έντελβαϊς έπεσε αιθέρια στο χαραγμένο από τα νύχια του αετού που σε προστάτευε ώμο μου.
   Ο ήλιος χάιδεψε το πρόσωπό μου και πίσω από τη χαραμάδα των βλεφάρων μου αντίκρισα το σπιλωμένο με ματωμένους λεκέδες έντελβαϊς. Αδυνατούσα να καταλάβω πλέον τι ήταν πραγματικό. Και το κυριότερο εσύ ήσουν χαμένη...