Τρίτη 6 Μαΐου 2014

Σχιζοφρένεια

   Ξαφνικά, στο νιπτήρα εμφανίστηκαν σκόρπιες βαθυκόκκινες πηχτές κηλίδες. Κοίταξα απορημένος στον καθρέφτη, μα δεν ήταν η μύτη μου αυτή που είχε ματώσει. Μάλλον η αϋπνία των τελευταίων ημερών και η υπερβολική κατανάλωση καφεΐνης θα έφταιγε. Μου είχες πει επανειλημμένα ότι η εργασιομανία και η εμμονή μου στην τελειότητα μου έκανε κακό, μα ήμουν αρκετά πεισματάρης για να σε ακούσω. Προτιμούσα να σε καθησυχάζω με μία αγκαλιά.
   Βγήκα απορημένος από το μπάνιο. Ένιωθα το κεφάλι μου βαρύ και στηρίχτηκα στον τοίχο για να συγκρατήσω το κορμί μου. Ποτέ δεν άκουσα το γιατρό μου και επέμενα να συνδυάζω τα υπνωτικά με ένα καλό σκοτσέζικο ουίσκι για να εξασφαλίσω έναν ήρεμο ύπνο χωρίς εφιάλτες. Γύρισα και παρατήρησα ερυθρούς λεκέδες στο λευκό φόντο. Αντιλήφθηκα σχεδόν τρομαγμένος ότι τα δάχτυλά μου ήταν βουτηγμένα στο αίμα. Όμως, δεν είχα καμία πληγή. Τα σκούπισα στο ιδρωμένο μου μέτωπο και αποφάσισα να κοιμηθώ, γιατί δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω τι ακριβώς είχε γίνει τις προηγούμενες ώρες. Πιθανότατα, βέβαια, να μην ήθελα και να μάθω.
   Χρειάστηκαν μόλις δύο λεπτά και σαράντα τρία δευτερόλεπτα για να αποκοιμηθώ βαριά και να αγνοήσω τους γυναικείους ψιθύρους που εκλιπαρούσαν για βοήθεια. Ξύπνησα βυθισμένος στο χιόνι. Ήμουν ημίγυμνος αλλά δεν κρύωνα. Πάσχιζα να διακρίνω τις φιγούρες πίσω από τις σκιές των δέντρων. Η παγωμένη σιωπή ράγισε με το ουρλιαχτό ενός πεινασμένου λύκου. Γύρισα πίσω για να θαυμάσω απηυδισμένος ένα κατασπαραγμένο θηλυκό ελάφι να θρηνεί τον επικείμενο θάνατό του.
   Ξεκίνησα να τρέχω να ξεφύγω από το θάνατο. Είχα κλειστά τα μάτια για να μπορώ να βαδίζω ευκολότερα στο άγριο σκοτάδι - δίχως δέος για όσα εμφανίζονταν αδηφάγα για ανθρώπινη σάρκα και διψασμένα για φόβο μπροστά μου. Μετάνιωσα όταν υπέκυψα να τα ανοίξω. Μία σπίθα έβαλε φωτιά το πορσελάνινο κορμί σου, που κρεμόταν άψυχο από τα κλαδιά ενός πέτρινου δέντρου, κι εσύ μου φώναξες ένα ανατριχιαστικό γιατί. Και καθώς οι στάχτες σου κάλυπταν άταχτα το σώμα μου, ένα μαραμένο έντελβαϊς έπεσε αιθέρια στο χαραγμένο από τα νύχια του αετού που σε προστάτευε ώμο μου.
   Ο ήλιος χάιδεψε το πρόσωπό μου και πίσω από τη χαραμάδα των βλεφάρων μου αντίκρισα το σπιλωμένο με ματωμένους λεκέδες έντελβαϊς. Αδυνατούσα να καταλάβω πλέον τι ήταν πραγματικό. Και το κυριότερο εσύ ήσουν χαμένη...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου