Τρίτη 29 Απριλίου 2014

Το άγριο τριαντάφυλλο

   Δεν ήταν ευτυχισμένη. Μια γλυκιά μελαγχολία καθρεφτιζόταν φανερά στα γαλάζια μάτια της, που συνήθιζαν άλλοτε να κοιτάζουν το συννεφιασμένο ουρανό και άλλοτε να κρύβονται στη σκιά μιας μαύρης ομπρέλας, για να μην ανταγωνίζονται την λάμψη των ηλιαχτίδων. Χαμογελούσε σπάνια, μάλλον σε ιδιαίτερα εξαιρετικές περιπτώσεις, ως ένδειξη αυτοσαρκασμού της ματαιότητας της ανθρώπινης ύπαρξης.
   Δεν φορούσε ποτέ κοσμήματα. Απεχθανόταν την αίσθηση του ψυχρού πολύτιμου μετάλλου στη σάρκα της που διψούσε για το θερμό ανθρώπινο άγγιγμα. Η μόνη ένδειξη του καταραμένου πλούτου που άθελα κληρονόμησε η συνήθειά της να πετάει διαμάντια στο τζάκι, όταν ήθελε να χαλαρώσει με τη θέα του ατίθασου χορού της αδηφάγου πύρινης φλόγας. Μισούσε και τα ρολόγια. Ο χρόνος κυλούσε τόσο γρήγορα γι' αυτή χωρίς να επουλώνει τις πληγές. Η παρατήρησή του δε θα αποτελούσε τίποτε παρά μια υπενθύμιση της ευμεταβλητότητας του ασταθούς και εύθραστου παρόντος.
   Απεχθανόταν καθετί το ψεύτικο - καμουφλάζ για ελαττώματα. Προτιμούσε τη γνησιότητα της ατέλειας από τη μονοτονία της τελειότητας. Δεν ήθελε να καλύπτει ούτε τη γεωμετρία του κορμιού της. Στην προσωπική της έπαυλη κυκλοφορούσε γυμνή τυλιγμένη μόνο με το σάβανο πανάκριβων γαλλικών αρωμάτων, προσπαθώντας να αποδράσει από την ασφυκτική κοινωνική περιέργεια και να ταξιδέψει νοητά έξω από τις μωβ παχιές κουρτίνες, που διατηρούσαν τη σαγήνη της αποκλειστικό προνόμιο των βελούδινων καναπέδων.
   Παρά την απέχθειά της προς οτιδήποτε το κίβδηλο, δεν μπορούσε να διαφύγει από τη γοητεία των γλαφυρών ψευδαισθήσεων. Κάθε φορά που άνοιγε αδέξια την τσάντα της, έπεφταν τα λευκά χάπια σαν μαργαριτάρια. Κι όταν τα μαργαριτάρια δεν ήταν αρκετά για να παίξει ζάρια με το σκοτάδι, διέλυε το έρεβος στο διάφανο αλκοόλ και το φώτιζε με την κάφτρα από τα τυλιγμένα με μετάξι τσιγάρα.
   Δεν μπορούσε να αγαπήσει κανέναν - πόσο μάλλον τον εαυτό της. Την ενοχλούσε η γλοιότητα των δαχτύλων που είχαν βουτηχτεί σε χρυσό και σε ξένο αίμα. Έψαχνε το άγγιγμα που θα έχει άρωμα άγριο τριαντάφυλλο δίχως όμως άλλες υφέρπουσες παραπλανητικές μυρωδιές.
   Κι όμως εκείνη τη νύχτα δε θέλησε να αναζητήσει τα μαύρα μαργαριτάρια στον πάτο κάποιας δερμάτινης τσάντας, γιατί μπορούσε να ψηλαφίσει τα υπολείμματα της αγάπης κάτω από τα πουπουλένια παπλώματα. Και για πρώτη φορά ήταν ευτυχισμένη και, ενώ κοιμόταν, του ψιθύρισε στο αυτί: "Είσαι το μόνο άγριο τριαντάφυλλο που κατάφερε να μην μαραθεί μέσα στον ωκεανό της ψυχρής καρδιάς μου. Όταν ξυπνήσω θέλω να είμαι ακόμα ερωτευμένη μαζί σου..."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου