Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

Η ζωή πίσω από τον καθρέφτη

   Είναι τόσο δύσκολο να είσαι πίσω από ένα γυάλινο τοίχο που σε εμποδίζει να αγγίξεις οτιδήποτε το αληθινό. Είσαι ένας παθητικός παρατηρητής που αρκείται στο να κοιτά τις ζωές των ανθρώπων που αγάπησε. Άλλωστε, οι αντανακλάσεις είναι άυλες - απλώς συμβιώνεις με αυτές ως αναπόσπαστο πλέον μέρος τους. Άραγε, ποιος θα πίστευε ότι οι ψυχές καταλήγουν φυλακισμένες μέσα σε ένα καθρέφτη χωρίς διαστάσεις παρά μόνο με βάθος, ώστε ακόμη και δέσμιος να πιστεύεις ότι ανήκεις στη τρισδιάστατη πραγματικότητα...
   Ακούς και κοιτάς - η αφή πλέον σε αχρησία - περιμένεις τη στιγμή που ο εικονιζόμενος θα χαϊδέψει το ψυχρό επάργυρο γυαλί, να αισθανθείς την τρυφερότητα ενός απτού αγγίγματος ανθρώπινων δαχτύλων. Πόσο μάλλον αν τα δάχτυλα αυτά έμπηγαν τα νύχια τους στη σάρκα σου τις παθιασμένες νύχτες του Φλεβάρη, πριν περάσεις στην πλευρά των ειδώλων.
   Βέβαια, ό,τι και να δεις, δεν μπορείς να αντιδράσεις. Όσο και να φωνάξεις, το μόνο που πετυχαίνεις είναι να διευρύνεις το οπτικό πεδίο του καθρέφτη, ώστε να αντικρίζεις πιο καθαρά όλες τις πλευρές των γεγονότων και να οξύνεις την ένταση των συναισθημάτων.
   Κι επειδή η αιωνιότητα μάλλον πρέπει να είναι κουραστική και η καθημερινότητα επαναλαμβάνεται, αρέσκεσαι να ανακαλύπτεις εκείνες τις διακριτικές πινελιές που κοσμούσαν τον πίνακα που συνήθιζες να περνάς τις μέρες της ένδοξης μηχανικά ρυθμιζόμενης ζωής σου. Ξέρεις, ποτέ δεν είχα αντιληφθεί πόσο γοητευτικά ήταν τα μάτια σου χωρίς ίχνος ψεύτικου χρωματιστού περιγράμματος. Το πιο όμορφο συνηθισμένο καστανό - για μένα ήταν μοναδικό, επειδή είχε εκείνες τις διακριτικές κίτρινες κηλίδες κάτω από τις παχιές στρώσεις του σκούρου καστανού. Γι' αυτό, μάλλον, έλαμπαν στο σκοτάδι. Θυμάμαι που ξυπνούσα ιδρωμένος από τους εφιάλτες στις τέσσερις το ξημέρωμα κι εκείνα ήταν εκεί στο διπλανό μαξιλάρι ανοιχτά έτοιμα να με καθησυχάσουν, κι εγώ τα έκλεινα με ένα φιλί.
[...]
   23 Απρίλη... Η μέρα που είχαμε γνωριστεί και τελείως συμπτωματικά η μέρα που ακών σε παράτησα, με αίματα στο πρόσωπο και φρεσκοβαμμένα με χρώμα ερυθρό λευκά τριαντάφυλλα - το δώρο που ποτέ δεν κατάφερα να σου δώσω, μα που εσύ μου πρόσφερες την επόμενη μέρα μουσκεμένο με τα δάκρυά σου.
   Και σε βλέπω και τώρα ξανά με δάκρυα στα μάτια... Σ' ακούω να πονάς: "Πού είσαι; Σε χρειάζομαι, ζωή μου! Γιατί καμία αγκαλιά να μην είναι σαν τη δική σου; Με έχεις καταστρέψει. Δεν μπορώ να κοιτάω τον εαυτό μου στον καθρέπτη και να μην είσαι δίπλα μου. Δε μ' αγαπούσες και έφυγες τόσο αντιηρωικά; Δεν το άξιζες ψυχή μου..." Αναρωτιέσαι κι εγώ δεν είμαι εκεί να σου δώσω τις απαντήσεις που διψασμένα ζητάς, όπως άλλοτε εκείνες τις μέρες της ευτυχίας ζητούσες το χαμόγελό μου. 
   Η σιωπή σε εκνευρίζει, σε θυμώνει και πετάς το δαχτυλίδι μου με δύναμη κατά πάνω μου. Πρώτη φορά μετά από δύο ολόκληρα χρόνια νιώθω τόσο πόνο και κλείνω φοβισμένος τα μάτια μου. Όταν τα ανοίγω, βλέπω τις ρωγμές στο κορμί μου. Και τα μάτια σου πουθενά... Πλέον, δεν είμαι τίποτε παρά ένα σπασμένο ποτήρι σαμπάνιας...
   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου