Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

Εισπνοή - Εκπνοή

   Πήρε τρεις βαθιές ανάσες: Εισπνοή πρώτη - η πρώτη απόπειρα να συνέλθει από το απρόσμενο φιλί του Ορέστη. Εκπνοή πρώτη - μια μάταια προσπάθεια να ξεχάσει τη γεύση των χειλιών του. Εισπνοή δεύτερη συνοδευόμενη από την απορία αν ο Ορέστης θα κατάφερνε να γυρίσει σώος στο διαμέρισμά του με μόνη πληγή τα παθιασμένα σημάδια των νυχιών της. Εκπνοή δεύτερη με τα μάτια κλειστά και το αριστερό χέρι της να χαϊδεύει το στήθος της με τον ίδιο αισθησιασμό που θα βύθιζε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του Ορέστη πριν γραπωθεί με ερωτική μανία στην πλάτη του υπό την καθοδήγηση μερικών επιπλέον κρυστάλλινων ποτηριών σαμπάνιας. Εισπνοή τρίτη - η συνείδηση χαμένη ακόμα στις ψευδαισθήσεις που υψώνονται σαν τις φλόγες στο τζάκι, που νυσταγμένες εξακολουθούσαν να αγκαλιάζουν υποτονικά το αρωματικό ξύλο, το χέρι ασυναίσθητα κατεβαίνει χαμηλά, τα δόντια δαγκώνουν τα σαρκώδη της χείλη. Τελευταία εκπνοή - αρκετά εκκωφαντική για να ωθήσει το άνοιγμα των κεχριμπαρένιων ματιών της και να απωθήσει σχεδόν μηχανικά το ατίθασο χέρι σ' ένα ποτήρι κόκκινου κρασιού. Ρούφηξε μονομιάς το πορφυρό περιεχόμενο και πέταξε με δύναμη το γυάλινο σκεύος στο τζάκι. Οι πληγές του καιόμενου κέδρου από τα διάφανα αιχμηρά θραύσματα επουλώθηκαν ταχύτατα από τον αέναο χορό της φωτιάς, που όσο έπεφτε πιο πηχτό το σκοτάδι προσέδιδε μία σπινθηροβόλο αίγλη στις ίριδες των οφθαλμών της.
   Έπρεπε να ξεχάσει το φιλί του Ορέστη. Ήταν μία στιγμή αδυναμίας. Όταν η πραγματικότητά σου βυθίζεται, αναζητείς απεγνωσμένα κάποια σανίδα σωτηρίας ή προτιμάς να βυθιστείς κι εσύ καταπνίγοντας τις αμαρτίες και αφήνοντας αναπόφευκτα να αναδυθούν από τον πυθμένα της ψυχής σου μύχιες επιθυμίες και λανθάνοντα συναισθήματα. Άλλωστε, ο Πέτρος την περίμενε. Μεθαύριο πετούσε για Λονδίνο και ήθελε να την αποχαιρετήσει δεόντως. Έσβησε τη φωτιά και κλείδωσε τις αμφιβολίες της στην αίθουσα συνεδριών.
   Πίστεψε πως δεκαεπτά λεπτά οδήγησης ήταν αρκετά να ταξινομήσει τις άναρχες σκέψεις της και να προετοιμαστεί για το αποχαιρετιστήριο δείπνο, αλλά στο βρεγμένο δρόμο καθρεφτίζονταν τα μάτια του Ορέστη. Και καθώς η φωνή της Adele στοίχειωνε το αμφιταλαντευόμενο είναι της, δυο δάκρυα κύλησαν αυθόρμητα και φώναξε: "Γιατί, Ορέστη, με φίλησες;"
   Είκοσι τρία λεπτά αργότερα η Ζέτα στεκόταν έξω από την πόρτα του διαμερίσματος ψάχνοντας τα κλειδιά της. Άνοιξε την πόρτα κι ανέμενε να ακούσει τη φωνή του Πέτρου, ένα "αγάπη μου", ένα φιλί στο λαιμό, μία αγκαλιά, οτιδήποτε για να ξεχάσει το φιλί του Ορέστη. Απόλυτη σιωπή... Μία νότα λεβάντας κάλυπτε την ατμόσφαιρα και ένας διάδρομος από λευκά ροδοπέταλα και αναμμένα κεράκια οδηγούσε στο μπάνιο. Της ξέφυγε ένα πονηρό χαμόγελο και αφού φρόντισε ολάκερη η σάρκα της να εκτίθεται στην παραπλανητική μυρωδιά και την τρεμάμενη θαλπωρή των κεριών, ακολούθησε τον παραμυθένιο διάδρομο φορώντας μονάχα τις γόβες της.
   Ο Πέτρος είχε σχεδιάσει μάλλον αυτό το ερωτικό παιχνίδι με ένα πέπλο μυστηρίου, ώστε τα αισθήματα να κορυφώνονται σαν ίσκιοι στο σκοτάδι και το φως να μην είναι αρκετό να φωτίσει τις λεπτομέρειες μιας δεύτερης εξομολόγησης αγάπης παρά μόνο αν πέσει άφθονο. Έτσι, κι η Ζέτα θέλησε να παρατηρήσει τον καμβά που με τόση φροντίδα ο αγαπημένος της είχε ετοιμάζει, φωτίζοντας το μπάνιο.
   Το δεξί τακούνι της έσπασε. Σωριάστηκε στο ψυχρό πάτωμα. Προσπάθησε να μην ουρλιάξει. Πήρε μια βαθιά ανάσα, επιδιώκοντας να δαμάσει τη φρίκη της. Εισπνοή: Το χέρι του Πέτρου κρεμόταν άψυχο έξω από την μπανιέρα, στα δάχτυλά του ήταν ακόμα μπλεγμένο το κρασοπότηρο, το κόκκινο περιεχόμενό του είχε χυθεί στο πάτωμα, όπου ήταν σκορπισμένα γαλάζια, κίτρινα και λευκά χάπια. Εκπνοή: Ένα ματωμένο δάκρυ - πλέον στεγνό - ξεκινούσε από τη σχισμή του αριστερού ματιού του και κατέληγε στα χείλη του, βάφοντας δύο πέταλα από το λευκό έντελβαϊς που ήταν ευλαβικά τοποθετημένο στο στόμα του, ενώ στο λαιμό του με ανεξίτηλη μελάνη είχε χαράξει καλλιγραφικά: "Ζέτα μου, συγγνώμη..."
   Κατάφερε να σηκωθεί. Τον πλησίασε. Του έκλεισε τα μάτια. Τον φίλησε στο μέτωπο και δακρυσμένη του ψιθύρισε στ' αυτί:
- Καληνύχτα, Πέτρο!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου